Ποτέ στην Ιστορία δεν υπήρχε τόσο μεγάλη συγκέντρωση εκπροσώπων του Τύπου σε έναν πόλεμο.
Ποτέ στην Ιστορία οι διεθνείς οργανισμοί και οι εκπρόσωποι των επαγγελματιών του χώρου δεν είχαν τόσο ελλιπή στοιχεία για τον συνολικό αριθμό δημοσιογράφων που βρίσκονται στο πεδίο.
Ποτέ στην Ιστορία δεν είχαμε τόσο μεγάλη συσσώρευση άπειρων σε πολεμικές συρράξεις εκπροσώπων του Τύπου.
Ποτέ στην Ιστορία δεν είχαμε τόσο ετεροβαρή κάλυψη των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ένας πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης τον 21ο αιώνα, έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα, όχι μόνο γεωπολιτικά, αλλά και για τη δημοσιογραφία και τους δημοσιογράφους.
Πλατφόρμες, πολίτες με κινητά τηλέφωνα, social media, προπαγάνδα, προβοκάτσια, fake news, ανταγωνισμός, δορυφόροι, απαγορεύσεις μετακινήσεων, αποκλεισμοί, φαρσέρ είναι τα «πυρηνικά» όπλα ενός πολέμου ενημέρωσης −όχι μόνο υπό την έννοια της ποδηγέτησης της κοινής γνώμης, αλλά και στο πλαίσιο στρατηγικών τακτικών Ανατολής και Δύσης στο πεδίο.
3.500 δημοσιογράφοι στη μάχη
Μιλήσαμε με αρκετούς απεσταλμένους στην Ουκρανία και με δημοσιογραφικούς οργανισμούς, επιχειρώντας να κατανοήσουμε τις ιδιαιτερότητες της κάλυψης αυτού του πολέμου και τους όρους ασφαλούς παρουσίας τους στο πεδίο.
Περισσότεροι από 3.500 επαγγελματίες της ενημέρωσης βρίσκονται σε κάποια περιοχή της Ουκρανίας, κάποιοι από αυτούς χωρίς διαπιστεύσεις, άλλοι χωρίς να έχουν αναγγείλει την άφιξή τους σε κάποιον φορέα, και άλλοι χωρίς καμία εμπειρία στον χειρισμό τέτοιων καταστάσεων.
Παράλληλα, είναι μάλλον ο πρώτος πόλεμος στην Ιστορία που καλύπτεται δημοσιογραφικά από τόσες πολλές γυναίκες ρεπόρτερ. Ενδεικτικά, η ελληνική δημόσια τηλεόραση έως πρότινος είχε πέντε γυναίκες απεσταλμένες, ενώ και οι υπόλοιποι τηλεοπτικοί σταθμοί και άλλα ελληνικά μέσα ενημέρωσης έχουν δημοσιογραφικές αποστολές με πολύ έντονη τη γυναικεία παρουσία.
Αυτή η τεράστια συσσώρευση ανθρώπων του Τύπου αποτελεί ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό που βοηθά να καταλάβουμε την κατάσταση που επικρατεί, τους κινδύνους που αυτή εγκυμονεί, το αίσθημα ανασφάλειας των δημοσιογράφων αλλά και τις συνθήκες που καλούνται να διαχειριστούν οι ουκρανικές Αρχές.
Στη ζώνη του πυρός
«Μας πυροβόλησαν, παρότι στην κεφαλή του κομβόι βρισκόταν υπηρεσιακό αυτοκίνητο με διπλωματικές πινακίδες και τα αμέσως επόμενα πέντε οχήματα είχαν σε όλα τα σημεία τους μεγάλες σημάνσεις “PRESS”. Είχαμε ξεκινήσει το ταξίδι της επιστροφής μας από τη Μαριούπολη με ένα κομβόι περίπου 30 αυτοκινήτων. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν τα πυρά που δεχτήκαμε ήταν από Ρώσους ή από Ουκρανούς. Το συμβάν έλαβε χώρα λίγα χιλιόμετρα μετά το χωριό Μανγκούς, περίπου 10χλμ από τη Μαριούπολη, το οποίο μόλις είχε περάσει στον έλεγχο των Ρώσων. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι τα πυρά τα δεχτήκαμε από Ρώσους, γιατί στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν συγκρούσεις δυνάμεων», μας είπε ο Σταύρος Ιωαννίδης που βρισκόταν επί 20 ημέρες στην περιοχή της Μαριούπολης, καλύπτοντας τον πόλεμο για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ.
Ο Νικόλας Βαφειάδης, που έχει καλύψει 17 πολεμικές συγκρούσεις και βρίσκεται στο Κίεβο, καλύπτοντας τον πόλεμο για τον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1, σημειώνει: «Από τη στιγμή που είσαι στην Ουκρανία, είσαι σε κίνδυνο. Από τη στιγμή που θα βγεις στο πεδίο, θα πας σε σημεία στα οποία θα είσαι σε κίνδυνο. Το κάνεις εν γνώσει σου και όσοι έχουν την εμπειρία παίρνουν τα μέτρα που πρέπει, χωρίς βέβαια να είναι σίγουρο ότι τα μέτρα αυτά ή ο εξοπλισμός θα σου σώσουν τη ζωή. Δυστυχώς, σε έναν πόλεμο υπάρχουν και τυφλά χτυπήματα και οι δημοσιογράφοι κινδυνεύουν και από αυτά».
Στο ερώτημα κατά πόσο η εμπειρία είναι σύμμαχος σε αυτού του είδους το ρεπορτάζ, ο ίδιος απαντά: «Δεν είναι σίγουρο ότι η εμπειρία θα σε σώσει. Πολλές φορές οι έμπειροι “την πατάνε” λόγω υπερβολικής σιγουριάς». Και συνεχίζει: «Η ύπαρξη πολιτοφυλάκων στα μπλόκα προκαλεί μια ανασφάλεια. Μιλάμε για οπλισμένους πολίτες, απρόβλεπτους, που για την ασήμαντη αφορμή σηκώνουν το όπλο, προτάσσουν την κάνη και δεν θέλει πολύ για να γίνει το μοιραίο λάθος».
Στις συνθήκες ασφαλείας αναφέρθηκε και ο έμπειρος φωτορεπόρτερ Άρης Μεσσήνης που έχει καλύψει φωτογραφικά έξι πολέμους και βρίσκεται στο Κίεβο για λογαριασμό του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων (AFP): «Υπάρχει φόβος, πάντα υπάρχει φόβος, εδώ όμως είναι πιο έντονος καθώς οι Ουκρανοί έχουν δώσει όπλα σε όποιον έχει δύο πόδια και έχει δηλώσει εθελοντής. Αυτό είναι πρόβλημα, οι πολιτοφύλακες είναι μεγάλο πρόβλημα −είτε έχεις, είτε δεν έχεις διαπίστευση, πάντα αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι υπό καθεστώς κινδύνου. Σε μπλόκα με πολιτοφύλακες, ακόμη και όταν φοράμε τον εξοπλισμό που υποδεικνύει ότι είμαστε δημοσιογραφική αποστολή, πολλές φορές μου έχουν προτάξει όπλο απειλητικά ή μας έχουν ελέγξει με ιδιαίτερο “ζήλο”». Και προσθέτει: «Δεν έχω κανένα αίσθημα ασφάλειας, βασίζομαι κυρίως στην αίσθηση του ενστίκτου μου σε συνδυασμό με την εμπειρία που έχω από αντίστοιχες καταστάσεις. Βλέποντας το “PRESS” στο αλεξίσφαιρο, δεν είναι αμέσως επιθετικοί. Εάν είναι ευδιάκριτο, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να σε σώσει ή να σου εξασφαλίσει μια πιο ήρεμη μεταχείριση, δεδομένων των συνθηκών της στιγμής. Μεγάλο πρόβλημα είναι, επίσης, το ότι οι περισσότεροι δεν μιλάνε αγγλικά και είναι πάρα πολύ δύσκολη η επικοινωνία μαζί τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται».
Με δεδομένη την εμπειρία του σε πεδία μαχών, ο Άρης Μεσσήνης μιλάει για τα διαφορετικά χαρακτηριστικά αυτού του πολέμου. «Ο μεγάλος αριθμός μέσων [ενημέρωσης] και δημοσιογράφων σε έναν συγκεκριμένο χώρο αποτελεί πρόβλημα, καθώς σίγουρα η παρουσία μας αυξάνει την πίεση στις αντιμαχόμενες πλευρές. Το διαφορετικό σε αυτόν τον πόλεμο, σε σχέση με άλλους που έχω βρεθεί, είναι, αφενός, ο μεγάλος αριθμός δημοσιογράφων και, αφετέρου, το ότι οι τακτικοί στρατοί δεν δίνουν πρόσβαση στην πρώτη γραμμή: δεν υπάρχουν συνάδελφοι ενσωματωμένοι σε στρατιωτικές μονάδες, ενώ οι οδηγίες είναι να μην φωτογραφίσουμε άρματα ή στρατιωτικούς σχηματισμούς, που −συμπερασματικά− δημιουργεί μεγάλη δυσκολία να κάνουμε τη δουλειά μας».
Από την πλευρά του, ο Νικόλας Βαφειάδης σημειώνει: «Το πρωτόγνωρο στοιχείο σε αυτό τον πόλεμο, σε σχέση με τους πολέμους που έχω καλύψει, είναι η 35ωρη απαγόρευση κυκλοφορίας που επιβλήθηκε για όλους, σε όλο το Κίεβο».
Για το αν και κατά πόσο αισθάνεται ασφαλής ο έμπειρος φωτογράφος-εικονολήπτης Γιώργος Μουτάφης που επίσης έχει καλύψει φωτογραφικά έξι πολέμους και βρίσκεται στο Κίεβο για λογαριασμό της γερμανικής εφημερίδας Bild, τονίζει: «Ο κάθε πόλεμος έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά, αλλά δεν παύει να είναι πόλεμος. Οι περισσότεροι από εμάς έχουν έρθει εδώ γνωρίζοντας το γεγονός και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η αλήθεια είναι ότι δεν νιώθω ασφαλής από τη στιγμή που απλοί πολίτες έχουν όπλα στα χέρια τους και μπορεί να συμβεί οτιδήποτε, ακόμη και κατά λάθος, ανά πάσα στιγμή. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι πολιτοφύλακες είναι καχύποπτοι με όλους, ακόμη και με τους δημοσιογράφους. Δεν είναι λίγες οι στιγμές που νιώσαμε απειλή, ακόμη και μέσα στο αυτοκίνητο με τα διακριτικά “PRESS” παντού. Εν μέρει τους δικαιολογώ, καθώς τις προηγούμενες ημέρες υπήρξαν φήμες και πληροφορίες για την ύπαρξη Ρώσων σαμποτέρ στο Κίεβο. Γενικά, όμως, στα μπλόκα, αν δεν ακολουθείς κατά γράμμα τις οδηγίες που σου δίνουν, οποιαδήποτε σήμανση και αν έχει το αυτοκίνητο, μπορεί να αντιμετωπίσεις σοβαρό πρόβλημα −αν και το να ακολουθήσεις τις οδηγίες τους δεν είναι εύκολο, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μιλάνε αγγλικά και δεν μπορείς να συνεννοηθείς».
Στο θέμα της γλώσσας και τις δυσκολίες που δημιουργεί αναφέρθηκε και η Αλεξία Καλαϊτζή, μέχρι πρότινος απεσταλμένη της ΕΡΤ στην Οδησσό: «Το ότι δεν μιλάνε αγγλικά αποτελεί πρόβλημα −κυρίως για το ρεπορτάζ. Στη δική μου περίπτωση, δεν έχω αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα, καθώς στην ομάδα μας υπάρχει fixer-διερμηνέας ο οποίος έχει σημαντικό ρόλο σε αυτό το επίπεδο».Η ίδια προσθέτει ότι «από τη μέχρι σήμερα εμπειρία μου, μπορώ να πω πως, αν και οι έλεγχοι είναι αρκετά συχνοί, οι δυνάμεις ασφαλείας που τους διενεργούν είναι ευγενικές και συνεργάσιμες. Για να φανταστείς, ο στρατός στα μπλόκα μάς ρωτάει ποιος είναι ο διερμηνέας σας. Σίγουρα, όμως, συνάδελφοι που δεν έχουν fixer-διερμηνέα είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν προβλήματα».
Ο έμπειρος φωτορεπόρτερ Αλέξανδρος Αβραμίδης, που βρισκόταν στην Οδησσό, σημειώνει: «Εγώ είμαι στην Οδησσό όπου ακόμη η κατάσταση δεν έχει κλιμακωθεί και δεν έχω νιώσει στόχος. Λειτουργώντας επαγγελματικά, προσπαθείς να φτάσεις μέχρι ένα όριο για να δώσεις την εικόνα. Όσο κλιμακώνεται η κατάσταση, σίγουρα αυξάνεται η πίεση, με αποτέλεσμα οι δημοσιογράφοι πολλές φορές να μπαίνουν σε κίνδυνο για να δώσουν την ιστορία. Παράλληλα, όμως, πρέπει να καταλαβαίνουμε πως αυξάνεται και η πίεση των αντιμαχόμενων και, όταν ένα άνθρωπος βρίσκεται διαρκώς με το δάχτυλο στη σκανδάλη, μπορεί εύκολα να κάνει τη λάθος εκτίμηση και να την πατήσει».
Η Ελβίρα Κρίθαρη, δημοσιογράφος της ΕΡΤ σε αποστολή στη Λβιβ και γενικότερα στη Δυτική Ουκρανία (Γιάβοριβ, Λουτσκ, Ιβάνο-Φρανκίφσκ) για το θέμα της ασφάλειας σημειώνει: «Στη δυτική Ουκρανία η κατάσταση είναι σαφώς πιο ήρεμη από τα ανατολικά. Η δουλειά των δημοσιογράφων, για να διευκολυνθεί, περνάει υποχρεωτικά μέσα από τα επίσημα κανάλια και τους φορείς της στρατιωτικής διοίκησης. Υπάρχει πρόβλημα με τη διασταύρωση πηγών. Σε σχέση με την ασφάλεια, κατά τη μετακίνηση και ειδικά περνώντας από μπλόκα πολιτοφυλάκων, αισθάνθηκα λίγες φορές ανασφάλεια, καθώς οι διαπιστεύσεις από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις φάνηκαν να αρκούν. Βοήθησε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις είχαμε μαζί fixer Ουκρανό πολίτη και ίσως έπαιξε και κάποιο ρόλο το φύλο μου: ίσως να μη φάνηκα ύποπτη και επικίνδυνη λόγω παρουσιαστικού. Σε δύο περιπτώσεις αισθάνθηκα ανασφάλεια, καθώς στρατιώτες έτειναν όπλο προς εμένα και το συνεργείο μου, για να μας αποτρέψουν να πλησιάσουμε σε περιοχή που είχε χτυπηθεί από πυραύλους. Πριν από το ρεπορτάζ και προκειμένου να διασφαλίσουμε πρόσβαση σε ορισμένα θέματα που θεωρήθηκαν “δύσκολα”, φυσικά μας “γκούγκλαραν” και πήγαμε συστημένοι. Στον δρόμο, πολίτες μάς έχουν φωτογραφίσει ή μας ρωτάνε από ποια χώρα είμαστε, προκειμένου να διερευνήσουν αν είμαστε πράκτορες ή αν είμαστε από χώρα φιλικά διακείμενη στην Ουκρανία. Στη δυτική Ουκρανία, τα πράγματα είναι πιο εύκολα από τα ανατολικά, αλλά, επειδή είναι η πρώτη μου φορά σε εμπόλεμη χώρα και δεν έχω λάβει και σχετική εκπαίδευση, εικάζω ότι διακατέχομαι και από άγνοια κινδύνου».
Στα πολλά όπλα στον αστικό ιστό και στους οπλισμένους πολίτες, στον ρόλο του φύλου αλλά και στο γεγονός ότι στα μπλόκα φωτογραφίζουν τους δημοσιογράφους, στάθηκε και η Βελίκα Καραβάλτσιου, απεσταλμένη του Mega Channel στη Λβιβ της δυτικής Ουκρανίας. «Τα χτυπήματα στη δυτική Ουκρανία γίνονται μέχρι στιγμής μόνο σε στρατιωτικές θέσεις, και όχι στον αστικό ιστό. Στην πόλη όπου μένουμε αισθάνομαι ασφάλεια, παρότι το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι συναγερμοί κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας, κατά τους οποίους καλούμαστε να μπούμε στα καταφύγια. Ωστόσο, όπλα υπάρχουν στον αστικό ιστό, καθώς πλέον πολλοί από τους πολίτες είναι οπλισμένοι. Οι έλεγχοι είναι πολλοί καθημερινά, και μέσα και έξω από την πόλη, και από στρατιωτικούς και από αστυνομικούς και από πολιτοφύλακες. Το πόσο αυστηρός θα είναι ο κάθε έλεγχος έχει να κάνει, σε μεγάλο βαθμό, με τον άνθρωπο που θα σε ελέγξει. Η στιγμή των ελέγχων σίγουρα είναι μια στιγμή ανασφάλειας, αφού πολλές φορές μας ζητούν χαρτιά, την ύπαρξη των οποίων δεν γνωρίζουμε −για παράδειγμα, ένα έγγραφο από τον δήμο, ενώ έχουμε ένα έγγραφο από το Υπουργείο Άμυνας. Αυτές τις στιγμές, νομίζω πως το γεγονός ότι είμαι γυναίκα λειτούργησε θετικά. Είναι, επίσης, σύνηθες να σε φωτογραφίζουν, να φωτογραφίζουν τα διαβατήρια ή το αυτοκίνητο, όπως και να σε “γκουγκλάρουν” εκείνη τη στιγμή, καθώς η καχυποψία ως προς τους ξένους δημοσιογράφους είναι αισθητή».
Στο ότι φωτογραφίζουν δημοσιογράφους στέκεται και η Αλεξία Καλαϊτζή, η οποία αναφέρει ένα περιστατικό που της έκανε εντύπωση: «Σε έναν έλεγχο ενδελεχή, μας έδειξαν τη φωτογραφία ενός άλλου συνάδελφου και μας ρώτησαν αν τον ξέρουμε. Όταν τους είπαμε πως όχι, μας ενημέρωσαν ότι η διαπίστευση του συγκεκριμένου έχει ακυρωθεί».
Ο Σταύρος Ιωαννίδης, ο οποίος μετά τη Μαριούπολη γύρισε στην Ελλάδα, αλλά σύντομα επέστρεψε στην Ουκρανία, για να καλύψει τον πόλεμο για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ από τη Λβιβ, σχολιάζει: «Πλέον δεν υπάρχει η αίσθηση ασφάλειας ούτε στα δυτικά της χώρας. Στόχοι μπορούν να χτυπηθούν παντού».
Το γεγονός ότι υπάρχουν οπλισμένοι πολιτοφύλακες, άνθρωποι με ελλιπή στρατιωτική εκπαίδευση, σε συνδυασμό με τη δυσκολία επικοινωνίας, αλλά και το ότι η σωματική τους ασφάλεια κρίνεται από την ψυχολογία οπλισμένων πολιτών σε μία συγκεκριμένη στιγμή, είναι χαρακτηριστικά στα οποία αναφέρθηκαν όλοι, είτε με μεγάλη εμπειρία είτε όχι, και αποδεικνύει τον υψηλό βαθμό επικινδυνότητας των συνθηκών στο πεδίο.
Ελλιπή δεδομένα, δυσκολίες καταγραφής και καθυστερήσεις στις διαπιστεύσεις, στοιχεία ενός περιβάλλοντος ανασφάλειας
Αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο να καταγραφεί ο συνολικός αριθμός των δημοσιογράφων που βρίσκονται στην Ουκρανία. Κανένας διεθνής οργανισμός δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα. Σύμφωνα με πληροφορίες από συναδέλφους στο πεδίο και την ενημέρωση που οι ίδιοι είχαν από τις ουκρανικές Αρχές, ο −έστω και κατά προσέγγιση− αριθμός των δημοσιογράφων, εικονοληπτών και φωτορεπόρτερ που βρίσκονται στην Ουκρανία είναι μεταξύ 3.000 και 3.500 άτομα.
Η κατάσταση αποκλεισμού των ρωσικών μέσων ενημέρωσης στη Δύση έχει ως αποτέλεσμα την ελάχιστη ροή πληροφορίας από τη Ρωσία −όχι μόνο δημοσιογραφικά, αλλά και σε σχέση με τον αριθμό των Ρώσων δημοσιογράφων που είτε είναι ενσωματωμένοι στα ρωσικά στρατεύματα, είτε απεσταλμένοι μέσων ενημέρωσης της χώρας τους. Σύμφωνα με ασφαλείς πηγές, το ρωσικό τηλεοπτικό κοινό ενημερώνεται από κινεζικά τηλεοπτικά συνεργεία τα οποία είναι ενσωματωμένα σε ρωσικές στρατιωτικές μονάδες.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και χωρίς αυτά τα στοιχεία, οι προαναφερθέντες αριθμοί επιβεβαιώνουν το γεγονός πως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί την πρώτη πολεμική σύγκρουση με τόσο μεγάλη συσσώρευση ανθρώπων του Τύπου στο πεδίο.
Τόσο η μεγάλη προσέλευση δημοσιογράφων από όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη όσο και ό,τι αυτή προκάλεσε, αποδεικνύουν πως κανείς δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο και πως τα γεγονότα τους ξεπέρασαν όλους. Η ελλιπής καταγραφή του αριθμού των δημοσιογράφων που βρίσκονται στη χώρα, όπως και οι καθυστερήσεις που υπήρχαν στην διαδικασία έκδοσης δημοσιογραφικών διαπιστεύσεων και εγγράφων που αποτελούν εχέγγυα ασφάλειας, αποδεικνύουν πως, σε ακόμη μία πολεμική σύρραξη, το δημοσιογραφικό λειτούργημα επιτελείται υπό αμφίβολες συνθήκες που κάποιες φορές είναι μοιραίες.
«Η κατάσταση που επικρατούσε με τις διαπιστεύσεις των δημοσιογράφων ήταν πραγματικά χαοτική. Εγώ είχα κάνει αίτηση για διαπίστευση στο Υπουργείο Τύπου της Ουκρανίας στις 14 Φεβρουαρίου», επισημαίνει ο Σταύρος Ιωαννίδης. «Έφτασα στην Ουκρανία τα ξημερώματα της 15ης Φεβρουαρίου και, μέχρι και την ημέρα που έφυγα από τη χώρα, δηλαδή στις 4 Μαρτίου (20 ημέρες μετά), δεν την είχα λάβει ακόμη. Με την έναρξη του πολέμου, οι διαπιστεύσεις των δημοσιογράφων έφυγαν από τον έλεγχο του ουκρανικού Υπουργείου Τύπου και πέρασαν στη δικαιοδοσία του ουκρανικού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας. Είναι γεγονός πως με αυτή τη μετάβαση οι διαπιστεύσεις έβγαιναν σχετικά γρήγορα, ακόμη και εντός 48 ωρών. Παρ’ όλα αυτά, φανταστείτε ότι υπήρχαν ήδη δημοσιογράφοι στη χώρα, οι οποίοι είχαν αιτηθεί διαπίστευσης στο Υπουργείο Τύπου και, επειδή δεν την είχαν στα χέρια τους, προφανώς δεν έχουν καταγραφεί από κάποιον επίσημο φορέα, πλην του μέσου τους και πιθανότατα την πρεσβεία ή το προξενείο της χώρας τους».
Για τη δική του εμπειρία, ο Άρης Μεσσήνης μάς λέει: «Στις 15 Ιανουαρίου, το AFP έκανε αίτηση διαπίστευσης τόσο για εμένα όσο και για ακόμη τέσσερις συναδέλφους. Έφτασα στην Ουκρανία στις 14 Φεβρουαρίου και ακόμη δεν είχα λάβει την διαπίστευσή μου. Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν στις 24 Φεβρουαρίου και ακόμη δεν είχα διαπίστευση στα χέρια μου. Την πήρα στις αρχές Μαρτίου, δηλαδή περίπου επτά με δέκα ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου. Επί της ουσίας, ήμουν στη χώρα περίπου έναν μήνα χωρίς διαπίστευση με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Βέβαια, τώρα δίνουν διαπιστεύσεις γρήγορα, σε όλους. Σίγουρα, όμως, υπάρχουν πολλοί, είτε ως απεσταλμένοι μέσων ενημέρωσης είτε ως freelancer, που δεν έχουν διαπίστευση στα χέρια τους».
Στην ταχύτητα έκδοσης δημοσιογραφικών διαπιστεύσεων αναφέρθηκε και η Αλεξία Καλαϊτζή: «Υπάρχει μεγάλη αργοπορία στην έκδοση διαπιστεύσεων. Στη δική μου περίπτωση, ήμουν περίπου τρεις ημέρες στη χώρα χωρίς να την έχω λάβει».
Για τη δυσκολία με τις διαπιστεύσεις και τα δημοσιογραφικά έγγραφα έκανε λόγο και η Βελίκα Καραβάλτσιου: «Το βασικό πρόβλημα πριν να μπούμε στην Ουκρανία ήταν ότι δεν είναι ξεκάθαρο τι χρειάζεται πέρα από το διαβατήριο και τη διεθνή δημοσιογραφική ταυτότητα, τι είδους διαπιστεύσεις από ουκρανικής πλευράς, προκειμένου να μην έχουμε πρόβλημα στα σύνορα και στα μπλόκα».
Ο Αλέξανδρος Αβραμίδης δίνει έμφαση στη μεγάλη συγκέντρωση δημοσιογράφων και τηλεοπτικών συνεργείων. «Είναι πολύ σημαντικό ότι υπάρχει μεγάλη συσσώρευση δημοσιογράφων, φωτορεπόρτερ και τηλεοπτικών συνεργείων, από όλο τον κόσμο σε μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Η Ουκρανία είναι μία ευρωπαϊκή χώρα, εύκολα προσβάσιμη, και αυτοί είναι σημαντικοί λόγοι, για να έχουμε τόσο μεγάλους αριθμούς δημοσιογράφων, είτε απεσταλμένους μέσων ενημέρωσης, είτε freelancer. Οι Ουκρανοί δεν ήταν έτοιμοι για κάτι τέτοιο, θέλουν τη διεθνή προβολή, αλλά οι συνθήκες είναι λογικό να τους έχουν ξεπεράσει. Υπάρχει μόνο μία βασική οδηγία: “μη φωτογραφίζετε και μην κινηματογραφείτε στρατιωτικές εγκαταστάσεις”, ενώ παράλληλα δεν είναι όλοι ενήμεροι στα μπλόκα για το τι είναι οι διαπιστεύσεις». Για το ίδιο ακριβώς θέμα, ο Νικόλας Βαφειάδης σημειώνει: «Υπάρχει μεγάλη συσσώρευση δημοσιογράφων στη χώρα. Σύμφωνα με τις ουκρανικές Αρχές, είναι περισσότεροι από 3.000».
Η μεγάλη παρουσία δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης σε μία γεωγραφική περιοχή, η μικρή εμπειρία αρκετών από αυτούς στην κάλυψη πολέμων, η απουσία κατάλληλου εξοπλισμού σε πολλές περιπτώσεις, σε συνδυασμό με τις αναμενόμενα ασταθείς και ασαφείς συνθήκες ασφάλειας, αποτελούν δομικά συστατικά ενός πολύ επικίνδυνου μείγματος. Αυτό γίνεται εκρηκτικό σε επίπεδο ασφάλειας, εάν συνυπολογίσουμε τον ανταγωνισμό των μέσων ενημέρωσης για καλύτερες εικόνες και αποκλειστικές ειδήσεις, που όσο εντείνονται οι εχθροπραξίες αυξάνει την πίεση στους δημοσιογράφους οδηγώντας τους στα άκρα για το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δυστυχώς, για ακόμη μια φορά, δημοσιογράφοι και τεχνικοί βρίσκονται στην γραμμή του πυρός, προσπαθώντας να ενημερώσουν το κοινό μέσα από ένα ασταθές και συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, ρισκάροντας τη σωματική τους ακεραιότητα, ακόμη και την ίδια τους τη ζωή.
Δημοσιογράφοι στο στόχαστρο, η καταγραφή των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα
Τέσσερις δημοσιογράφοι και ένας οπερατέρ έχουν χάσει τη ζωή τους, ενώ περισσότεροι από 30 έχουν τραυματιστεί από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία σύμφωνα με τα όσα καταγράφουν διεθνείς οργανισμοί. Αξίζει να αναφέρουμε πως σύμφωνα με ανάρτηση της σε σελίδα της στα κοινωνικά δίκτυα η ουκρανή γενική εισαγγελέας Ιρινα Βενεντίκτοβα, κάνει λόγο για συνολικά δώδεκα δημοσιογράφους που έχουν ήδη σκοτωθεί καλύπτοντας δημοσιογραφικά εδώ και ένα μήνα την πολεμική σύρραξη, αποδίδοντας τον θάνατο των δώδεκα ρεπόρτερ στον ρωσικό στρατό, χωρίς ωστόσο να είναι μέχρι στιγμής δυνατή επαλήθευση αυτών των πληροφοριών.
Μέσα στη δίνη του πολέμου και τον συνεχόμενο «βομβαρδισμό» πληροφοριών, για κάποια από αυτά τα γεγονότα έχουμε ενημερωθεί από εκτενή ρεπορτάζ, ενώ για κάποια άλλα μάθαμε από διεθνείς οργανισμούς που προσπαθούν να καταγράψουν τις συνθήκες στο πεδίο. Οι αριθμοί αυτοί αποδεικνύουν τον κίνδυνο που επικρατεί σε ακόμη μία σύρραξη και τις συνθήκες υπό τις οποίες οι επαγγελματίες της ενημέρωσης καλούνται να κάνουν τη δουλειά τους.
Από την έναρξη της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) έχουν καταγράψει επιθέσεις με άμεσο στόχο δημοσιογράφους που φορούν περιβραχιόνιο Τύπου και έχουν δει όλο και περισσότερους από αυτούς να σκοτώνονται ή να τραυματίζονται κατά τη διάρκεια της εργασίας τους.
Στο πλαίσιο της παρακολούθησης της κατάστασης της ελευθερίας του Τύπου στην Ουκρανία, οι RSF διατηρούν αρχείο των επιθέσεων κατά δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης μετά την εισβολή του ρωσικού στρατού. Τα στοιχεία ενημερώνονται τακτικά σε μια προσπάθεια καταγραφής των παραβιάσεων της ελευθερίας του Τύπου που λαμβάνουν χώρα στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύουν στην ιστοσελίδα τους οι RSF, τουλάχιστον 20 περιστατικά επιθέσεων σε επαγγελματίες της ενημέρωσης είναι ήδη καταγεγραμμένα, ενώ έχουν λάβει χώρα από την αρχή των εχθροπραξιών, σε σχεδόν καθημερινή βάση. Αναλυτικά, το χρονικό των επιθέσεων είναι δημοσιευμένο από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα στο rsf.org. Εκτός από τη συγκεκριμένη καταγραφή, το International Press Institute (IPI), επίσης, καταγράφει στην ιστοσελίδα του τους δημοσιογράφους, φωτορεπόρτερ, εικονολήπτες και τεχνικούς που έχασαν τη ζωή τους σε αυτήν την πολεμική σύρραξη. Δείτε το παρατηρητήριο του IPI εδώ.
Τι λένε οι διεθνείς συμβάσεις για προστασία του Τύπου σε εμπόλεμες καταστάσεις
Σύμφωνα με την Τρίτη Σύμβαση της Γενεύης και τη διάταξη που προέκυψε, το άρθρο 79 ορίζει επίσημα ότι οι δημοσιογράφοι που εκτελούν επικίνδυνες επαγγελματικές αποστολές σε ζώνες ένοπλης σύρραξης είναι άμαχοι κατά την έννοια του άρθρου 50, παράγραφος 1. Ως τέτοιοι, απολαμβάνουν το πλήρες πεδίο προστασίας που παρέχεται στους αμάχους βάσει του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Οι δημοσιογράφοι προστατεύονται, έτσι, τόσο από τις συνέπειες των εχθροπραξιών όσο και από τα αυθαίρετα μέτρα που λαμβάνει ένα μέρος της σύρραξης, όταν πέφτουν στα χέρια του, αιχμαλωτίζονται ή συλλαμβάνονται. Αξίζει να σημειωθεί πως η λέξη «δημοσιογράφος» περιλαμβάνει κάθε ανταποκριτή, ρεπόρτερ, φωτογράφο αλλά και τους τεχνικούς του κινηματογράφου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, οι οποίοι ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες αυτές ως κύριο επάγγελμα.
Σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, οι δημοσιογράφοι πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πολίτες-άμαχοι, με αποστολή να ενημερώνουν τον κόσμο. Το δημοσιογραφικό λειτούργημα πρέπει να επιτελείται σε συνθήκες ασφάλειας και υπό όλους τους κανόνες διεθνούς δικαίου, ακόμη και σε ένα πεδίο μάχης. Αντ’ αυτού, σε ακόμη μία πολεμική σύρραξη, δυστυχώς, οι δημοσιογράφοι, οι άνθρωποι που είναι επιφορτισμένοι με την ενημέρωση της κοινής γνώμης, σε αρκετές περιπτώσεις βρίσκονται στο στόχαστρο.