Στις 5 Μαρτίου, Ρώσοι στρατιώτες απήγαγαν τον Nikita (το όνομά του είναι αλλαγμένο για λόγους ασφαλείας) και τον κράτησαν για εννέα ημέρες. Τον ξυλοκόπησαν με σιδερένια ράβδο, τον βασάνισαν με ηλεκτροσόκ και τον υπέβαλαν σε εικονική εκτέλεση. Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) κατέγραψαν και επαλήθευσαν την ιστορία του.
Μια εβδομάδα μετά τα γεγονότα, το RSF αποκαλύπτει τη συγκλονιστική μαρτυρία ενός 32χρονου Ουκρανού διαμεσολαβητή (φίξερ) και διερμηνέα, ο οποίος συνελήφθη από Ρώσους στρατιώτες στις 5 Μαρτίου στην κεντρική Ουκρανία. Κρατήθηκε αιχμάλωτος για εννέα ημέρες σε ένα παγωμένο κελάρι και βασανίστηκε επανειλημμένα. Ο άνδρας (του οποίου το όνομα αλλάξαμε για λόγους ασφαλείας) αρχικά κρατούνταν μόνος, ενώ, λίγο αργότερα, τη μοίρα του ακολούθησαν άλλοι τρεις αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και ένας Ουκρανός, πρώην ανώτατος δημόσιος υπάλληλος. Οι περιγραφές του Nikita προκαλούν φρίκη: πυροβολισμοί με αυτόματα στο αυτοκίνητό του, βασανιστήρια με μαχαίρι, ηλεκτροσόκ, αλλεπάλληλα χτυπήματα στο πρόσωπο και το σώμα με τη λαβή του όπλου και με σιδερένιες ράβδους, εικονική εκτέλεση, στέρηση τροφής για 48 ώρες…
Όντας ασφαλής (προς το παρόν) σε μια ουκρανική πόλη, ο Nikita μίλησε στο RSF για τις εννέα ημέρες φρίκης που έζησε. Αν και οι σπουδές του ήταν στη νομική και το μάνατζμεντ, ο Nikita εργάζεται παράλληλα ως φίξερ και διερμηνέας για ξένα μέσα ενημέρωσης από το 2013. Μεταξύ άλλων, έχει δουλέψει για το France 2, το BFMTV και το RFI. Τον περασμένο μήνα, η εταιρεία πληροφορικής που τον απασχολεί άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω του πολέμου, κι έτσι ο Nikita άρχισε να εργάζεται αποκλειστικά ως φίξερ για το Radio France, αυτή τη φορά. Από τους ξένους ανταποκριτές που έχουν συνεργαστεί μαζί του, όλοι όσοι μίλησαν με το RTF κάνουν λόγο για έναν σοβαρό και εξαιρετικό επαγγελματία. Και όπως κάθε Ουκρανός, ανησυχεί πολύ για την οικογένειά του, καθώς οι αδιάκριτοι ρωσικοί βομβαρδισμοί έχουν ενταθεί.
Το RSF άρχισε να αναζητά τον Nikita όταν ενημερώθηκε από το Radio France στις 8 Μαρτίου ότι αγνοείται και, μετά την απελευθέρωσή του, τελικά ήρθε σε επαφή μαζί του μέσω του Κέντρου Ελευθερίας του Τύπου που άνοιξε στο Λβιβ. Την ιστορία του κατέγραψαν ανώτερα στελέχη του Τμήματος Προάσπισης και Βοήθειας (Advocacy and Assistance Department) του RSF στη διάρκεια πολλαπλών συνεδριάσεων στις 17 και 18 Μαρτίου. Τα όσα αφηγείται έχουν επιβεβαιωθεί μέσω συνεντεύξεων με συγγενικό του πρόσωπο, με έναν από τους πρώην συγκρατούμενούς του και με δύο δημοσιογράφους του Radio France. Ένα μέλος του RSF τον συνόδευσε κατά την ιατρική του εξέταση, η οποία επιβεβαίωσε τη σωματική κακοποίηση που υπέστη, ιδίως τους μώλωπες και άλλα τραύματα στα πόδια που προκλήθηκαν από το ηλεκτροσόκ. Το RSF ήταν επίσης παρόν κατά τη διάρκεια τηλεφωνημάτων προς την οικογένειά του.
Το RSF σκοπεύει να διαβιβάσει τη μαρτυρία του στον επικεφαλής εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, σε συνέχεια των δύο καταγγελιών που ήδη υπέβαλε στον εισαγγελέα στις 4 και 16 Μαρτίου.
“Ο Nikita μας περιέγραψε μια ανατριχιαστική εμπειρία που τεκμηριώνει την έκταση των εγκλημάτων πολέμου που διαπράττει ο ρωσικός στρατός εναντίον δημοσιογράφων”, δήλωσε ο γενικός γραμματέας του RSF Christophe Deloire. “Η διαβίβαση της μαρτυρίας του στον εισαγγελέα του ΔΠΔ είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για αυτόν τον θαρραλέο νεαρό διαμεσολαβητή”.
Αν και η εμπειρία που έζησε ήταν τραυματική για τον ίδιο, ο Nikita είναι αποφασισμένος να συνεχίσει να εργάζεται ως φίξερ, καθώς θεωρεί υψίστης σημασίας το δικαίωμα στην είδηση και την ενημέρωση και θέλει να συμβάλει στην πραγμάτωσή του.
Με αυτόν τον τρόπο, ο στόχος του είναι να συνεισφέρει στην ελευθερία της χώρας του, επειδή, όπως λέει, δεν είναι καλός στον χειρισμό όπλων. Ένας από τους συγκρατούμενούς του εξακολουθεί να νοσηλεύεται με σοβαρά τραύματα. Η τύχη του πρώην ανώτατου δημόσιου υπαλλήλου είναι άγνωστη. Ο άλλος αιχμάλωτος, με τον οποίο κατάφερε να επικοινωνήσει το RSF, είπε ότι κατάφερε να γλιτώσει χωρίς πολλούς τραυματισμούς ή άλλες συνέπειες. Όταν το RSF τον ρώτησε γιατί πιστεύει ότι τους άφησαν ελεύθερους και δεν τους εκτέλεσαν, απάντησε: “Δεν νομίζω ότι είχαν το κουράγιο να σκάψουν τάφους”.
Ο Oleg Baturin, ένας Ουκρανός δημοσιογράφος που απελευθερώθηκε στις 20 Μαρτίου αφού κρατήθηκε για οκτώ ημέρες από τον ρωσικό στρατό και έγινε αποδέκτης παρόμοιας συμπεριφοράς, δήλωσε: “Ήθελαν να με τσακίσουν, να με πατήσουν, για να δείξουν τι θα συμβεί αν είσαι δημοσιογράφος, ότι θα σε σκοτώσουν”.
Η ιστορία του Nikita
Στις 5 Μαρτίου, ο Nikita συνόδευσε ένα συνεργείο του Radio France στο κέντρο της χώρας για τις ανάγκες ενός ρεπορτάζ, κοντά στο χωριό όπου είχε βρει καταφύγιο η οικογένειά του. Στο ξενοδοχείο όπου διέμεναν, έμαθε ότι ο δρόμος προς το χωριό της οικογένειάς του ήταν ανοιχτός. Καθώς οι βομβαρδισμοί ήταν αδιάκοποι στην περιοχή, αποφάσισε να κάνει μια σύντομη διαδρομή για να δει αν η οικογένειά του βρισκόταν ακόμη εκεί και να την απομακρύνει από το σημείο. Δανείστηκε το αυτοκίνητο του συνεργείου, αφού πρώτα έβγαλε έξω όλο τον εξοπλισμό. Έπρεπε να διασχίσει τρία χωριά για να φτάσει στον προορισμό του.
Ο Nikita έπεσε σε ενέδρα που είχε στήσει μια ρωσική αναγνωριστική μονάδα που ήταν κρυμμένη στο δάσος κατά μήκος του δρόμου, καθώς οδηγούσε με την ένδειξη “Τύπος” στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου. Όπως λέει, ξαφνικά το αυτοκίνητό του δέχθηκε 30 με 40 πυροβολισμούς από αυτόματα όπλα. Έχοντας σκύψει στο πλάι, επιτάχυνε σε μια προσπάθεια να διαφύγει, αλλά χτύπησε ένα δέντρο. Τον έσωσε ο αερόσακος και τότε φώναξε ότι ήταν απλός πολίτης, έδειξε τα χέρια του για να φανεί ότι ήταν άοπλος και βγήκε από το αυτοκίνητο. Οι στρατιώτες – κατάφερε να μετρήσει έξι, ο καθένας από τους οποίους είχε μια λευκή ζώνη στερεωμένη γύρω από το ένα πόδι – τον άρπαξαν, τον έριξαν στο έδαφος, του έκαναν σωματικό έλεγχο και τον ξυλοκόπησαν. Ο Nikita φώναζε συνεχώς ότι ήταν πολίτης, αλλά εκείνοι έδειχναν να πιστεύουν ότι ήταν στρατιώτης σε αναγνωριστική αποστολή που κατεύθυνε το πυροβολικό.
Αφού του κατέβασαν το καπέλο για να του κρύψουν τα μάτια, οι στρατιώτες μετέφεραν τον Nikita σε ένα σπίτι λίγα λεπτά απόσταση με τα πόδια. Ψάχνοντας το κινητό του, βρήκαν πληροφορίες σχετικές με τη δουλειά του ως φίξερ – αναζήτηση αλεξίσφαιρων γιλέκων και χάραξη διαδρομών – που τους κίνησαν τις υποψίες. Τον έβγαλαν από το σπίτι, τον κόλλησαν σε έναν τοίχο, του τράβηξαν το καπέλο, πλησίασαν μια λεπίδα μαχαιριού στο μάτι του, την πέρασαν από το μάγουλό του και απείλησαν να του κόψουν το πρόσωπο. Εκείνος τους εξήγησε ότι εργαζόταν ως φίξερ και διερμηνέας για ξένους ανταποκριτές, αλλά αυτοί τον χτυπούσαν αδιάκοπα με τη λαβή του όπλου στο πρόσωπο και στο σώμα. Ο Nikita ένιωσε κομμάτια από τα δόντια του στο στόμα και έβηξε αίμα. Οι στρατιώτες τον πέταξαν σε ένα χαντάκι, δίπλα σε έναν νεκρό σκύλο, και τον υπέβαλαν σε εικονική εκτέλεση : ένας από αυτούς προσποιήθηκε ότι ήθελε να ελέγξει αν λειτουργούσε το όπλο του και έριξε μια σφαίρα που πέρασε ξυστά από το κεφάλι του Nikita.
Στη συνέχεια οι στρατιώτες τον πήγαν στο σημείο όπου είχαν στρατοπεδεύσει στο δάσος, περίπου δέκα λεπτά απόσταση με τα πόδια. Με το καπέλο και πάλι πάνω από τα μάτια, ο Nikita δεν μπορούσε να δει, αλλά από όσο μπορούσε να ακούσει εκτιμούσε ότι ο καταυλισμός πρέπει να είχε περισσότερους από 100 στρατιώτες, τεθωρακισμένα οχήματα και πυροβολικό. Τον έδεσαν σε ένα δέντρο, του έκλεψαν τη βέρα και του έβγαλαν τα παπούτσια. Το ίδιο απόγευμα, οι στρατιώτες ξαναχτύπησαν τον Nikita με τις λαβές των όπλων και με ατσάλινες ράβδους στα πόδια. Έχασε τις αισθήσεις του αρκετές φορές. Είπε ότι οι στρατιώτες έδειχναν να το κάνουν αυτό για να διασκεδάσουν.
Με δεμένα τα μάτια και σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, ο Nikita μεταφέρθηκε σε άλλο δέντρο και λίγο αργότερα σε ένα ακόμα. Πέρασε σχεδόν τρεις μέρες στο δάσος, δεμένος με τα χέρια πίσω από την πλάτη σε δέντρα. Στις 6 Μαρτίου, του έκανε ανάκριση ένας στρατιώτης που φαινόταν να είναι συνταγματάρχης, ο οποίος του έκανε ερωτήσεις για τις δραστηριότητές του. Πέρασε έτσι άλλες δύο ημέρες δεμένος στο δάσος. Οι στρατιώτες σταμάτησαν να τον χτυπούν και δίπλα του έδεσαν άλλους πολίτες. Ένας από αυτούς, ο οποίος αργότερα απελευθερώθηκε μαζί με τον Nikita, ήρθε σε επαφή με το RSF και επιβεβαίωσε τη μαρτυρία του.
Στις 8 Μαρτίου, ο Nikita μαζί με αυτόν τον κρατούμενο και έναν τρίτο μεταφέρθηκαν με τεθωρακισμένο σε ένα σημείο περίπου 40 λεπτά μακριά. Μόλις έφτασαν, τον τράβηξαν στρατιώτες από το όχημα και τον έριξαν στο έδαφος. Ένας από αυτούς κάθισε στην πλάτη του και άρχισαν να του κάνουν τις ίδιες ερωτήσεις που του είχαν κάνει στο δάσος. Οι στρατιώτες νόμιζαν ότι ήταν κατάσκοπος που χρησιμοποιούσε τη δουλειά του ως φίξερ για κάλυψη.
Ένας στρατιώτης σήκωσε το δεξί μπατζάκι του παντελονιού του Nikita μέχρι το γόνατο και ένας άλλος του έκανε ηλεκτροσόκ. Με το πρόσωπό του πιεσμένο στο έδαφος, ο Nikita δεν μπορούσε να δει τι όργανο χρησιμοποιούσαν, αλλά μέτρησε τρία ή τέσσερα ηλεκτροσόκ, διάρκειας πέντε έως δέκα δευτερολέπτων το καθένα. Ο πόνος ήταν τέτοιος που κάθε δευτερόλεπτο έμοιαζε με αιωνιότητα. Αντίστοιχα βασανιστήρια πέρασαν και οι άλλοι δύο πολίτες. Ο ένας με τον οποίο επικοινώνησε το RSF είπε ότι του έβαλαν μια σακούλα στο κεφάλι για να μην μπορεί να αναπνεύσει και τον ξυλοκόπησαν άγρια.
Οι στρατιώτες ανάγκασαν τον Nikita να γράψει και να υπογράψει μια επιστολή όπου δήλωνε την υποστήριξή του στον ρωσικό στρατό και στην εισβολή στην Ουκρανία. Στη συνέχεια τον οδήγησαν –με δεμένα τα χέρια και τα μάτια- μαζί με τους άλλους δύο πολίτες στο υπόγειο ενός σπιτιού, το οποίο ήταν πλημμυρισμένο με νερό. Έμειναν εκεί για δύο ημέρες μέχρις ότου να μεταφερθούν σε ένα λιγότερο κρύο μέρος, μετά από παρακάλια στους φρουρούς. Στις 10 Μαρτίου, μεταφέρθηκαν στο υπόγειο ενός άλλου σπιτιού, μαζί με έναν ακόμα κρατούμενο – έναν Ουκρανό πρώην ανώτατο δημόσιο υπάλληλο.
Σε αυτό το σπίτι, οι τέσσερις κρατούμενοι ανακρίθηκαν από διαφορετικούς στρατιώτες. Ο Nikita κατάφερε να δει μόνο τα πόδια και τις μπότες τους, αλλά αυτό έφτανε για να καταλάβει ότι δεν ήταν μέλη πολεμικών μονάδων. Οι καθαρές, γυαλισμένες μπότες τους και τα σιδερωμένα παντελόνια τους έδειχναν ότι ίσως να ήταν μέλη του FSB (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσίας) ή της GRU (ρωσική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών).
Στις 12 Μαρτίου, οι αιχμάλωτοι ενημερώθηκαν ότι θα απελευθερώνονταν την επόμενη ημέρα, όπως και πράγματι έγινε στις 13 του μηνός. Ο Nikita απελευθερώθηκε σε ένα δάσος μετά από μια ώρα οδήγησης. Νομίζοντας ότι θα τον εκτελέσουν, άρχισε να τρέχει. Δεν άκουσε πυροβολισμούς, ωστόσο, μέχρι που έφτασε σε έναν δρόμο. Εκεί τον σταμάτησαν άλλοι Ρώσοι στρατιώτες και φοβήθηκε ότι θα τον απήγαγαν ξανά. Κατάφερε όμως να μπει σε ένα αυτοκίνητο με Ουκρανούς πολίτες. “Αν δεν τον πάρετε”, είπε ένας στρατιώτης στους απρόθυμους πολίτες, “θα τον πυροβολήσουμε επί τόπου”.
Ο Nikita εξακολουθεί να έχει μώλωπες σε όλο του το σώμα, ένα πρησμένο πόδι και δυσκολεύεται να κουνήσει τα χέρια λόγω του ηλεκτροσόκ. Ο γιατρός που τον εξέτασε διαπίστωσε αιματώματα στο κεφάλι και το σώμα, πρήξιμο στο δεξί πόδι και μούδιασμα των άκρων που μπορεί να είναι αποτέλεσμα του ηλεκτροσόκ. Όταν ενημερώθηκε ότι τα τραύματα του Nikita προκλήθηκαν από τον ρωσικό στρατό, ο γιατρός έκανε λόγο για “εγκληματικά τραύματα”. Ο Nikita αυτή τη στιγμή αναρρώνει ακόμα. Η οικογένειά του κατάφερε να διαφύγει.