Τι οδήγησε στην άγρια δολοφονία τριών γυναικών από το Αφγανιστάν στις παρυφές τις Ευρώπης; Ένα ταξίδι από τη Mazar-i-Sharif στην Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα προς αναζήτηση απαντήσεων.
ΤΗΣ SARAH SOULI
«Με την ύπαρξη τους και μόνο, τα σύνορα σε προσκαλούν. Έλα, σου ψιθυρίζουν, πέρνα τη γραμμή. Αν τολμάς».
—Kapka Kassabova
Η ζωή στη διασπορά μοιάζει συχνά με εκείνον τον απροσδιόριστο πόνο που προκαλεί ένα ακρωτηριασμένο «μέλος-φάντασμα». Όμως τον Αύγουστο του 2021 στη γειτονιά Zeytinburnu της Κωνσταντινούπολης αυτός ο πόνος έγινε οξύς. Τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, οι Ταλιμπάν ανακτούσαν σταδιακά τον έλεγχο του Αφγανιστάν. Μέσα σε λίγες μέρες η χώρα θα επανερχόταν σε ένα παλιό καθεστώς με νέο περιτύλιγμα, βυθίζοντας το Zeytinburnu, μια περιοχή όπου διαμένουν δεκάδες χιλιάδες Αφγανοί που έχουν εκτοπιστεί λόγω πολέμου, φτώχειας και άλλων δεινών, σε συλλογικό φόβο και πένθος.
Μπροστά σ’ αυτά τα γεγονότα, η έρευνά μου, η οποία έφτανε πλέον στον τρίτο χρόνο της, φάνταζε μάταιη. Τι σημασία είχαν άλλωστε τρεις νεκρές γυναίκες όταν ένα ολόκληρο έθνος είχε ξεριζωθεί;
Με τα πεζοδρόμια να αχνίζουν από την κάψα του καλοκαιριού, περνούσα μέρες ατελείωτες πλησιάζοντας τον έναν περαστικό μετά τον άλλο, δείχνοντας την οθόνη του κινητού μου. Η ερώτηση, πάντα η ίδια: Μήπως ξέρετε αυτές τις γυναίκες; Πλησίασα πελάτες τηλεφωνικών κέντρων που υπόσχονταν καλές χρεώσεις για να σε συνδέσουν με την πατρίδα, θαμώνες εστιατορίων όπου η μυρωδιά από αρνίσιο μπιριάνι σου τρύπαγε τη μύτη, ηλικιωμένους άνδρες που καθόντουσαν σε ξύλινα παγκάκια πίνοντας τσάι και μητέρες που είχαν πάει τα παιδιά τους σε κάποια αυτοσχέδια παιδική χαρά στημένη σε παλιό εργοτάξιο. Δεν έχω ιδέα πόσους ανθρώπους ρώτησα – έχασα το μέτρημα. Όλοι μου απάντησαν το ίδιο: Όχι.
Το τελευταίο μου, όπως νόμιζα, απόγευμα στο Zeytinburnu στάθηκα έξω από το παράθυρο μιας καφετέριας, κοιτάζοντας έναν νεαρό Αφγανό να ανακατεύει ένα μεγάλο τσίγκινο δοχείο με shiryakh (παγωτό) και κάρδαμο. Από πίσω, οι πελάτες έπιναν χυμό και καταβρόχθιζαν παγωμένες λιχουδιές με φόντο το κιτς ντεκόρ του μαγαζιού με τα μπλε πλαστικά λουλούδια και το γυαλιστερό ανάγλυφο των ελβετικών Άλπεων. Η σκηνή ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ιστορικότητα της στιγμής: Καθώς ο αμερικανικός στρατός αποχωρούσε από την Καμπούλ, οι Ταλιμπάν πυροβολούσαν στους δρόμους, αφαιρώντας ανθρώπινες ζωές. Παρόλα αυτά, ένιωσα ότι η αποτυχία μου να βρω απαντήσεις και η επαγγελματική μου ήττα ίσως να «κατέβαιναν» πιο εύκολα με λίγο γλυκό.
*Τα ονόματα έχουν αλλάξει για την ασφάλεια των προσώπων.
Η πόρτα της καφετέριας κουδούνισε καθώς μπήκα μέσα με τον Tabsheer,* έναν Αφγανό δημοσιογράφο και μεταφραστή που με βοηθούσε στο ρεπορτάζ. Καθίσαμε σε ένα πλαστικό τραπέζι και ο σερβιτόρος μας έφερε ένα περιποιημένο πιάτο παγωτό πασπαλισμένο με φιστίκι. Αφού το φάγαμε, ο Tabsheer πρότεινε να ρωτήσουμε ακόμα ένα άτομο. «Έτσι κι αλλιώς εδώ είμαστε. Δε χάνουμε κάτι», είπε.
Αποφασίσαμε να ρωτήσουμε έναν μεσήλικα άντρα με κολλαριστό πουκάμισο και υφασμάτινο παντελόνι που θα νόμιζε κανείς ότι πρόκειται για μεγαλοεπιχειρηματία, αν δεν είχε μπροστά του ένα κωμικά τεράστιο smoothie μπανάνας. Πήγαμε προς το μέρος του, συστηθήκαμε, και επαναλάβαμε μηχανικά το ποίημά μας. Έπειτα, έβγαλα το κινητό και του έδειξα τη φωτογραφία μιας γυναίκας που σούφρωνε ανεπαίσθητα τα κατακόκκινα χείλη της, παίρνοντας μια έκφραση που, στη διάρκεια της έρευνάς μου, είχα καταλήξει να συνδέω με μια αίσθηση απογοήτευσης. Απογοήτευση με τους άνδρες, απογοήτευση με την αστυνομία, απογοήτευση με τον εαυτό μου – τη δημοσιογράφο που προσπαθούσε να ξετυλίξει το κουβάρι αυτής της ιστορίας.
Ο άντρας κοίταξε τη φωτογραφία και άφησε κάτω το smoothie. Συνοφρυωμένος, έγειρε ελαφρώς προς τα μπρος. Μισάνοιξε τα χείλη και δίστασε για μια στιγμή, προετοιμάζοντάς με για τη γνωστή απογοήτευση. Μετά μίλησε.
«Ναι», είπε και πλάγιασε λίγο το κεφάλι. «Ναι, την ξέρω αυτή τη γυναίκα».
«Είστε σίγουρος;» ρώτησα, μη μπορώντας ακόμα να πιστέψω την τροπή που είχε πάρει η μέρα.
Του έδειξα μια δεύτερη φωτογραφία – μιας έφηβης με σκούρα μάτια και ολόισια μαλλιά, τραβηγμένα πίσω από το ένα αυτί. «Αυτό το κορίτσι το αναγνωρίζετε;» ρώτησα με κομμένη την ανάσα.
Ο άντρας μισόκλεισε τα μάτια. «Ναι», επανέλαβε.
Έσπευσα να του δείξω και μια τρίτη φωτογραφία – αυτή τη φορά ενός νεαρού άντρα με σφιγμένα χείλη που κοίταζε πίσω του. «Τους έβλεπα συχνά μαζί εδώ γύρω, αλλά έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε», είπε ο άντρας. Με κοίταξε περίεργα. «Τι θέλετε από αυτούς τους ανθρώπους;»
Επέλεξα πολύ προσεκτικά τα επόμενα λόγια μου. Η λέξη «φόνος» τρομάζει τους ανθρώπους όσο λίγες. «Τους ψάχνω», απάντησα. «Τους συνέβη κάτι κακό στην Ελλάδα».
Ο άντρας με κοίταξε κατάματα για μια στιγμή και ήπιε μια γουλιά από το smoothie. Ό,τι σκέψεις κι αν είχαν περάσει από το μυαλό του, όταν άφησε κάτω το ποτήρι έμοιαζε να έχει πάρει την απόφασή του. «Τους γνωρίζω όλους αυτούς τους ανθρώπους και ξέρω την ιστορία τους», είπε. «Θα σας τα πω όλα».
ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΝΩΡΙΤΕΡΑ
Το πρωί της 10ης Οκτωβρίου του 2018 ένας αγρότης από την Ελλάδα, ο Νίκος Παπαχατζίδης, έφυγε από το σπίτι του για να φροντίσει τα χωράφια του. Η γη του συνόρευε με τον ποταμό Έβρο και αποτελούσε για χρόνια πηγή υπερηφάνειας για εκείνον. Σε αυτή την εύφορη γωνιά του κόσμου, στο ανατολικότερο άκρο της Ευρώπης, ευδοκιμεί το βαμβάκι, τα ζαχαροκάλαμα και οι ηλίανθοι.
Με τα κατάλευκα μαλλιά του να ανεμίζουν στο αεράκι, ο 70χρονος, τότε, Νίκος Παπαχατζίδης ανέβηκε στο τρακτέρ και άρχισε να οργώνει τη γη του. Καθώς οδηγούσε, όμως, παρατήρησε κάτι να προεξέχει στο έδαφος: ένα ανθρώπινο χέρι δεμένο με σχοινί. Όταν σταμάτησε και κατέβηκε από το τρακτέρ, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη σορό μιας γυναίκας με άθικτο το πρόσωπο και μια βαθιά πληγή στο λαιμό. Ο αγρότης κάλεσε αμέσως την αστυνομία.
Ο Παπαχατζίδης δεν είναι άνθρωπος που χάνει εύκολα την ψυχραιμία του. Όταν έφτασε η αστυνομία και απέκλεισε την περιοχή γύρω από το πτώμα, εκείνος συνέχισε τη δουλειά του σε άλλο σημείο του χωραφιού. Έμεινε εκεί μέχρι τη δύση του ηλίου κι έπειτα επέστρεψε σπίτι. Έβγαλε τις λασπωμένες μπότες του, φόρεσε τις παντόφλες και είπε στη γυναίκα του για τη νεκρή γυναίκα. Εκείνη θύμωσε – μα γιατί περίμενε όλη μέρα για να της το πει; Έπειτα, τον θυμό διαδέχτηκε ο φόβος. Ένας δολοφόνος κυκλοφορούσε ελεύθερος άλλωστε. Η γυναίκα ξαγρύπνησε όλη νύχτα κάνοντας προσευχές.
Την επόμενη μέρα το ζευγάρι δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την αστυνομία. Δύο ακόμα πτώματα γυναικών είχαν βρεθεί στη γη τους. Πιθανότατα επρόκειτο για μετανάστριες ή πρόσφυγες που ζητούσαν άσυλο. Είχαν δολοφονηθεί.
Στον ποταμό Έβρο το μακάβριο θέαμα πτωμάτων που ξεβράζονται είναι μια θλιβερή κανονικότητα. Η ρηχή αυτή υδάτινη οδός που εκβάλλει στο Αιγαίο εκτείνεται για 200 χιλιόμετρα και χωρίζει την Ελλάδα από την Τουρκία, αποτελώντας το μοναδικό χερσαίο σύνορο μεταξύ των δύο χωρών. Η περιοχή γύρω από το αγρόκτημα του Παπαχατζίδη είναι μία από τις κύριες πύλες εισόδου στην Ευρώπη για αμέτρητους ανθρώπους που αναζητούν ένα μέλλον με ελευθερία, ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Και παρόλο που δεν είναι τόσο επικίνδυνο να διασχίσει κανείς τον ποταμό όσο τη Μεσόγειο, δεν είναι σε καμία περίπτωση ασφαλές. Μεταξύ 2018 και 2022 περισσότεροι από 200 μετανάστες και πρόσφυγες έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να διασχίσουν τον Έβρο, με την υποθερμία και τον πνιγμό να αποτελούν τις συχνότερες αιτίες θανάτου. Τα ισχυρά ρεύματα είναι τεράστια πρόκληση ακόμα και για τους δεινότερους κολυμβητές, ενώ τα κλαδιά δέντρων που μαγκώνονται συχνά στα ρούχα παρασύρουν τους ανθρώπους – μεταξύ των οποίων, πολλές φορές, και παιδιά – στη λασπώδη κοίτη του ποταμού. Έπειτα, περνώντας στην απέναντι όχθη του Έβρου, παραμονεύουν άλλοι κίνδυνοι. Διακινητές στοιβάζουν ανθρώπους σε φορτηγάκια με προορισμό τη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, με φοβισμένους και άπειρους οδηγούς πίσω από το τιμόνι, που συχνά εμπλέκονται σε φρικιαστικά τροχαία στην εθνική οδό.
Ο φόνος, όμως, είναι κάτι άλλο. Είναι κάτι ανήκουστο στην περιοχή του Έβρου, που έχει πάρει το όνομά της από τον ομώνυμο ποταμό. Για τους ντόπιους, το φριχτό έγκλημα στη γη του Παπαχατζίδη ήταν κάτι σοκαριστικό που χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη τους.
Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα και οι φήμες άρχισαν να φουντώνουν. Αυτό είναι δουλειά πρακτόρων του Ισλαμικού Κράτους, είπαν κάποιοι. Ή μήπως το έκαναν οι Τούρκοι; Όχι, μόνο ένας Έλληνας στρατιώτης θα μπορούσε να είναι ο δράστης. Η Ελλάδα, άλλωστε, είχε στρατιωτικοποιήσει τα σύνορά της τα τελευταία χρόνια, σε μια προσπάθεια να εμποδίσει την είσοδο μεταναστών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την υποστήριξη των Βρυξελλών, είχαν σηκωθεί φράχτες στον Έβρο, τον οποίο περιπολούσαν ένοπλοι άνδρες. Ταυτόχρονα, κάποιοι από τους αστυνομικούς που είχαν αναχαιτίσει Αφγανούς, Σύρους, Σομαλούς και άλλους μετανάστες κατά το πέρασμά τους από τον ποταμό, φέρονται να παραβίασαν το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, επαναπροωθώντας τους πίσω στην Τουρκία – μια πρακτική γνωστή ως «pushback». (Παρά τα συντριπτικά στοιχεία για το αντίθετο, η Ελλάδα αρνείται πεισματικά ότι προβαίνει σε επαναπροωθήσεις). Τα επόμενα χρόνια, αρκετοί άνθρωποι θα έπεφταν νεκροί από πυρά στην προσπάθειά τους να εισέλθουν στον Έβρο, ενώ τον Μάρτιο του 2020, όταν η συνοριοφυλακή και ο στρατός άνοιξαν πυρ εναντίον μεταναστών, σκοτώνοντας, σύμφωνα με πληροφορίες, δύο άτομα, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ευχαρίστησε την Ελλάδα για τον ρόλο της ως «ευρωπαϊκή ασπίδα».
Σε μια σωρεία επαίσχυντων πρακτικών που εφαρμόζονται σήμερα, έρχεται να προστεθεί το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν γνωρίζει πάντα ποιος πεθαίνει στο κατώφλι της. Η ταυτοποίηση των πτωμάτων που εντοπίζονται στον Έβρο είναι δουλειά ενός και μόνο ανθρώπου: του Παύλου Παυλίδη, γιατρού και ιατροδικαστή. Όταν ένας μετανάστης χάνει τη ζωή του, η σορός του μεταφέρεται στο νεκροτομείο του Παυλίδη στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της παραθαλάσσιας πόλης της Αλεξανδρούπολης.
Ο ιατροδικαστής Παυλίδης είναι ένας ψηλόλιγνος άνδρας που η σκυφτή στάση του σώματός του μαρτυρά έναν άνθρωπο που έχει συνηθίσει να μεταφέρει άσχημα νέα. Το έργο του συχνά φαντάζει τιτάνιο: είναι ατελείωτο και απελπιστικό. Σε αντίθεση με τη θάλασσα, ο Έβρος δεν έχει αλάτι για να διατηρήσει τα πτώματα, με αποτέλεσμα να αποσυντίθενται γρήγορα τα πρόσωπά τους και να μην μπορούν να αναγνωριστούν. Τα περισσότερα έγγραφα ταυτοποίησής τους χάνονται ή καταστρέφονται κατά το πέρασμα από το ποτάμι. Ο Παυλίδης συλλέγει DNA από τα πτώματα και σημειώνει πιθανά στοιχεία ταυτοποίησης – όπως τατουάζ και περιτομές – καθώς και διάφορα αντικείμενα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, συνεργάζεται με τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και διάφορες πρεσβείες προκειμένου να έρθει σε επαφή με τις οικογένειες των νεκρών. Τις περισσότερες φορές, τα πτώματα που εξετάζει δεν ταυτοποιούνται ποτέ.
Όταν ο Παυλίδης έφτασε στο χωράφι του Νίκου Παπαχατζίδη, τον περίμενε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Οι δύο από τις γυναίκες ήταν γονατισμένες, πεσμένες μπρούμυτα στο χώμα. Περίπου 100 μέτρα μακριά, η τρίτη γυναίκα, που φαινόταν μεγαλύτερη από τις άλλες, κείτονταν στο έδαφος, δίνοντας την εντύπωση ότι είχε σκοντάψει στην προσπάθειά της να το σκάσει. Και οι τρεις είχαν δεμένα χέρια και κομμένο λαιμό. Φορούσαν ακόμα τα παπούτσια τους και τα παντελόνια τους ήταν κουμπωμένα.
Ο Παυλίδης δεν είναι ιδιαίτερα συναισθηματικός άνθρωπος. Έχοντας περάσει περισσότερες από δύο δεκαετίες δουλεύοντας στο υπόγειο του νοσοκομείου, έχει μάθει να μην αναρωτιέται για τη ζωή των νεκρών που έχει μπροστά του ή για τις τελευταίες τους στιγμές. Το νεκροτομείο δεν είναι μέρος για να αναλογίζεται κανείς την απέραντη σκληρότητα του κόσμου, αν θέλει να κρατήσει τα λογικά του. «Οι συναισθηματισμοί δεν βοηθάνε», είπε ο Παυλίδης κουνώντας το κεφάλι.
Ο Παυλίδης επέβλεψε τη μεταφορά των σορών των γυναικών στην Αλεξανδρούπολη, όπου τοποθετήθηκαν σε μεταλλικά φορεία. Η δυνατή χημική μυρωδιά του νοσοκομείου κάλυπτε τη δυσωδία της αποσύνθεσης που είχε ήδη αρχίσει – φαίνεται πως είχαν περάσει αρκετές μέρες προτού ανακαλύψει ο Παπαχατζίδης τα πτώματα. Ο Παύλος Παυλίδης έγραψε στις σημειώσεις του ότι οι γυναίκες ήταν ντυμένες σαν «Ευρωπαίες». Φορούσαν στενά τζιν και δεν ήταν καλυμμένες με μαντίλα. Πάνω τους δεν βρέθηκε κανένα έγγραφο ταυτοποίησης. Ο ιατροδικαστής δεν εντόπισε εσωτερικούς μώλωπες ή άλλα σημάδια τραυματισμού. Δεν ανιχνεύτηκαν ναρκωτικές ουσίες ή αλκοόλ στον οργανισμό τους, ούτε υπήρξαν ενδείξεις σεξουαλικής επίθεσης. Οι μικρότερες σε ηλικία γυναίκες εξακολουθούσαν να είναι, τουλάχιστον από ιατρική άποψη, παρθένες. Η μεγαλύτερη γυναίκα, όχι.
Ο Παυλίδης συνέλεξε DNA από το δέρμα, τα ρούχα και τα μαλλιά τους και έξυσε κάτω από τα περιποιημένα ροζ νύχια τους. Οι εξετάσεις από το γενετικό υλικό σύντομα έριξαν λίγο φως στην υπόθεση. Οι γυναίκες ήταν συγγενείς. Οι δύο μικρότερες ήταν αδερφές και είχαν σκοτωθεί σε μικρή απόσταση από τη μητέρα τους.
Η αιτία θανάτου και των τριών ήταν αιμορραγικό σοκ που προκλήθηκε από ακατάσχετη αιμορραγία. Οι φλέβες στον λαιμό των γυναικών είχαν κοπεί, πιθανότατα από κάποιον δεξιόχειρα. Από την εμπειρία του, ο Παυλίδης ήξερε ότι αυτού του είδους τα τραύματα είναι συνήθως τσαπατσούλικα και ακανόνιστα – είναι δύσκολο να κόψεις το λαιμό κάποιου, ειδικά αν ουρλιάζει και προσπαθεί να ξεφύγει. Αλλά τα τραύματα των γυναικών ήταν ακριβείας. «Ήταν λες και έγιναν με χειρουργική τομή», μου είπε ο Παυλίδης, καθισμένος στο γραφείο του. Ένα τσιγάρο σιγόκαιγε ακουμπισμένο σε ένα γυάλινο τασάκι πάνω στο τραπέζι κι ένας παλιός υπολογιστής βούιζε από πίσω. «Εγώ το είπα από την αρχή, ο τύπος είναι επαγγελματίας».
Στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκαν δύο μαχαίρια: ένα μήκους 24 εκατοστών με οδοντωτή λάμα και ένα άλλο, ελαφρώς μικρότερο, με μαύρη πλαστική λαβή. Και τα δύο είχαν καθαριστεί. Η αστυνομία βρήκε μερικά ακόμα αντικείμενα κοντά στα πτώματα: ένα μπουκάλι νερό, ένα σακουλάκι αμύγδαλα, ένα κραγιόν και ένα κουτάκι αναψυκτικού.
Το πιο σημαντικό στοιχείο ήταν ταυτόχρονα ένα από τα πιο πολύτιμα ευρήματα: ένα κινητό τηλέφωνο Samsung κρυμμένο στην εσωτερική τσέπη του στήθους της μητέρας. Η τοπική αστυνομία δεν διέθετε την τεχνολογία για να αναλύσει τα τηλεφωνικά δεδομένα, ούτε την εμπειρία για να χειριστεί αυτό που όπως όλα έδειχναν θα εξελισσόταν σε διεθνή ποινική έρευνα. Οι γυναίκες είχαν σκοτωθεί στην Ελλάδα, έχοντας φύγει από την Τουρκία, ενώ ήταν σχεδόν βέβαιο ότι είχαν ξεκινήσει τη ζωή τους σε μια τρίτη χώρα. Για να αποκαλυφθεί ο δολοφόνος, την έρευνα θα έπρεπε να διευθύνει κάποιος με πόρους και διασυνδέσεις.
Στις φωτογραφίες που βρέθηκαν στο τηλέφωνο, οι γυναίκες απέκτησαν ξαφνικά ζωή. Σε ορισμένες από αυτές, αγκάλιαζαν η μία την άλλη. Κάποιες άλλες ήταν διακοσμημένες με φίλτρα – ροζ καρδούλες και αυτάκια κουνελιού.
Η Ζαχαρούλα Τσιριγώτη είναι μια μικροκαμωμένη γυναίκα με μικρά δάχτυλα που στρίβουν διαρκώς τσιγάρα με τη βοήθεια ενός μικρού εξαρτήματος που κουβαλάει στην τσάντα. Τα μαλλιά της είναι κοκκινωπά και, όταν συναντηθήκαμε, ήταν αυστηρά κοντοκουρεμένα, σχεδόν σύριζα. Αλλά ενώ η εξωτερική της εμφάνιση δίνει την αίσθηση μιας δυναμικής και πρακτικής γυναίκας, στη διάρκεια της πρώτης μας συνέντευξης, η Τσιριγώτη περιέγραψε τον εαυτό της ως «ρομαντικό». Μιλώντας για τη δουλειά της, την είδα να βουρκώνει δύο φορές.
Από την ηλικία των 13 ετών η Τσιριγώτη ήθελε να γίνει αστυνομικός. «Όχι σαν τα ΜΑΤ που απλώς δέρνουν κόσμο», διευκρίνισε, κουνώντας το δάχτυλο. Πίστευε στην αξία της προσφοράς και ήθελε να παρέχει προστασία στην κοινωνία. Μετά την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο, η Τσιριγώτη ξεκίνησε ως αστυφύλακας, ενώ για τα επόμενα 22 χρόνια ασχολήθηκε με τις σχέσεις μεταξύ της ελληνικής αστυνομίας και των ξένων αστυνομικών αρχών. Αργότερα, τοποθετήθηκε στη θέση της προϊσταμένης του Κλάδου Αλλοδαπών και Προστασίας Συνόρων και το 2016 προήχθη σε αντιστράτηγο της Ελληνικής Αστυνομίας στην Αθήνα, αποτελώντας έτσι την πιο υψηλόβαθμη γυναίκα αστυνομικό στην Ελλάδα.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε εύκολα, όμως. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση της κατάταξης σε ότι αφορά την ισότητα των φύλων στην ΕΕ – και η Ελληνική Αστυνομία σίγουρα δεν αποτελεί προπύργιο του φεμινισμού. «Η ελληνική κοινωνία δεν είναι έτοιμη να δεχτεί ότι οι γυναίκες μπορούν να κάνουν δουλειές που παραδοσιακά θεωρούνταν ανδρικές», είπε η Τσιριγώτη. Πασπαλίζοντας λίγο καπνό σε ένα χαρτάκι, με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο. «Με διόρισαν σε αυτόν τον κλάδο επειδή πίστευαν ότι δεν θα μπορούσα να ανταπεξέλθω, αλλά έκαναν λάθος», είπε. «Οι γυναίκες είναι πιο διπλωματικές από τους άνδρες».
Η διπλωματία ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά που απαιτούνταν για να τεθεί επικεφαλής της έρευνας για το τριπλό φονικό στον Έβρο. Ένα άλλο ήταν η υπομονή. Η Τσιριγώτη ήξερε ότι θα περνούσαν μήνες, αν όχι χρόνια, μέχρι να σημειωθεί έστω και λίγη πρόοδος στην υπόθεση. Η απαιτούμενη γραφειοκρατία, η οποία ήταν ήδη καφκική στην Ελλάδα, θα γινόταν οδυνηρά πολυπλοκότερη όταν θα έμπαιναν στο παιχνίδι και άλλες χώρες. Με την αφοσίωση που έδειχνε στη δουλειά της, το ευρύ Rolodex διεθνών επαφών της, αλλά και τις βαθιές γνώσεις που είχε αποκτήσει γύρω από τα μεταναστευτικά μοτίβα Ελλάδας και Τουρκίας από τη θητεία της στην προστασία των συνόρων, η Τσιριγώτη ήταν ιδανική για τη δουλειά.
Ένας παράγοντας που λειτουργούσε ως τροχοπέδη στην έρευνα ήταν η γενική αδιαφορία για τα θύματα. Τον Νοέμβριο του 2018, έναν μήνα μετά τους φόνους, η 21χρονη Ελληνίδα Ελένη Τοπαλούδη είχε δεχθεί επίθεση, είχε βιαστεί ομαδικά και είχε δολοφονηθεί στο νησί της Ρόδου. Η υπόθεση συγκλόνισε το πανελλήνιο και η αστυνομία δεν άργησε να συλλάβει τους δράστες. Την επόμενη χρονιά, όταν η 60χρονη Αμερικανίδα Suzanne Eaton δολοφονήθηκε στην Κρήτη, το έγκλημα έγινε πρωτοσέλιδο σε όλο τον κόσμο και ο δράστης οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης μέσα σε δύο εβδομάδες. Οι τρεις μετανάστριες που δολοφονήθηκαν στον Έβρο, όμως, δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα τα δελτία.
Η Τσιριγώτη δεν κράτησε απλώς την προσοχή των διωκτικών αρχών στραμμένη στην υπόθεση – ήταν η προσωποποίηση της προσοχής. «Ως γυναίκα, ήταν πολύ λυπηρό να βλέπω να δολοφονείται μια μητέρα με τις δύο κόρες της» είπε. «Για να περάσει κανείς τα σύνορα σε μια άλλη χώρα υπάρχει σοβαρός λόγος. Μιλάμε για ανθρώπους, όχι για αριθμούς. Ήθελα να αποδείξω στον κόσμο, στην ΕΕ, ότι η Ελληνική Αστυνομία ερευνά και νοιάζεται για τα πάντα. Ήταν ζήτημα τιμής».
Το πρώτο βήμα της έρευνας ήταν η επικοινωνία με την Ιντερπόλ, τον διεθνή οργανισμό που διευκολύνει την αμοιβαία συνεργασία μεταξύ των αστυνομικών αρχών σε 195 χώρες. Η Ελληνική Αστυνομία έστειλε στον οργανισμό «μαύρη ειδοποίηση», ένα επίσημο αίτημα για πληροφορίες που αφορούν μη ταυτοποιημένα πτώματα, καθώς και τα δακτυλικά αποτυπώματα που είχαν ληφθεί από τα τρία θύματα. Έτσι, για παράδειγμα, αν οι γυναίκες είχαν καταγραφεί ως αιτούσες άσυλο στην Τουρκία, η Ιντερπόλ ίσως να τις αναγνώριζε. «Περιμέναμε να πάρουμε μια απάντηση», δήλωσε η Τσιριγώτη. Αλλά αυτός ο δρόμος αποδείχθηκε αδιέξοδο.
Η Τσιριγώτη ήλπιζε ότι το τηλέφωνο που βρέθηκε στην κατοχή της μητέρας θα παρείχε κάποια στοιχεία, κι έτσι τον Δεκέμβριο του 2018 απευθύνθηκε στην αντιτρομοκρατική υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας – όχι επειδή υποψιαζόταν ότι ο θάνατος των γυναικών ήταν αποτέλεσμα τρομοκρατικής ενέργειας, αλλά επειδή η αντιτρομοκρατική είναι η πιο τεχνολογικά προηγμένη υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας. Αναλύοντας τα δεδομένα του κινητού τηλεφώνου, οι εγκληματολόγοι ανέσυραν 511 επαφές, 282 μηνύματα, ημερομηνίες, ώρες και αριθμούς που σχετίζονταν με 194 κλήσεις και εκατοντάδες φωτογραφίες και βίντεο. Επίσης βρέθηκαν μηνύματα σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και δεδομένα που υποδείκνυαν πότε και πού ήταν ενεργοποιημένο το Wi-Fi.
Εξετάζοντας εξονυχιστικά τα στοιχεία, η Τσιριγώτη άρχισε σιγά σιγά να συγκροτεί τις ταυτότητες των γυναικών. Ήταν από το Αφγανιστάν και τα μικρά τους ονόματα ήταν Fahima, Rabiya και Farzana. Η Fahima, η μητέρα, ήταν γύρω στα 30. Η Rabiya ήταν 17 και η Farzana έμοιαζε να είναι το πολύ 14. Στις φωτογραφίες που βρέθηκαν στο τηλέφωνο, οι γυναίκες απέκτησαν ξαφνικά ζωή. Σε ορισμένες από αυτές, αγκάλιαζαν η μία την άλλη, ενώ κάποιες άλλες ήταν διακοσμημένες με φίλτρα – ροζ καρδούλες και αυτάκια κουνελιού.
Τώρα που η Τσιριγώτη γνώριζε την εθνικότητα των γυναικών, η επόμενη κίνησή της ήταν να επικοινωνήσει με τον πρέσβη του Αφγανιστάν στην Ελλάδα, Μιρβάις Σαμάντι. Τον Μάρτιο του 2019 του κοινοποίησε τη «μαύρη ειδοποίηση» και άλλες λεπτομέρειες σχετικά με την υπόθεση. Για καλή της τύχη, ο Σαμάντι διατηρούσε στενές επαφές με τον αρχηγό της αστυνομίας της Καμπούλ και μεσολάβησε ώστε να επισπευσθεί η διαδικασία επίσημης ταυτοποίησης των γυναικών.
Δύο μήνες αργότερα, τον Μάιο, η Τσιριγώτη έλαβε ένα έγγραφο από το γραφείο της Ιντερπόλ στην Καμπούλ, το οποίο ανέφερε ότι η Fahima ήταν παντρεμένη και είχε αποκτήσει πέντε παιδιά: τη Rabiya και τη Farzana, και τρία ακόμα, μικρότερα σε ηλικία – δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Η οικογένεια είχε εγκαταλείψει το σπίτι της στην πόλη Mazar-i-Sharif του βόρειου Αφγανιστάν στις αρχές του 2018. Είχαν περάσει από το Ιράν και έπειτα εγκαταστάθηκαν για λίγους μήνες στην Κωνσταντινούπολη, αναζητώντας πέρασμα στην Ευρώπη. Όταν το γραφείο της Ιντερπόλ στη Mazar-i-Sharif έλαβε τις φωτογραφίες των νεκρών γυναικών, μία από τις αδελφές της Fahima και ένας θείος της τις αναγνώρισαν, ενώ παράλληλα οι διωκτικές αρχές κατάφεραν να επαληθεύσουν την ταυτότητά τους μέσω ενός κουνιάδου της Fahima που ζούσε στην Ευρώπη.
Στη συνέχεια, η Τσιριγώτη στράφηκε προς την Τουρκία, την οποία επισκέφτηκε πέντε φορές στα πλαίσια της έρευνάς της. Εκεί, συνεργάστηκε με τις τουρκικές αρχές, προσπαθώντας να εντοπίσει κάποιους άνδρες που ίσως να είχαν έρθει σε επαφή με τη Fahima και τις κόρες της. Δεδομένου ότι οι γυναίκες ήταν μετανάστριες, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι είχαν πληρώσει διακινητές για να διασχίσουν τον Έβρο. Αυτοί οι άνδρες θα μπορούσαν να είναι είτε οι δράστες είτε οι τελευταίοι άνθρωποι που τις είδαν ζωντανές.
Το ίδιο καλοκαίρι, όμως, η έρευνα της Τσιριγώτη διακόπηκε απότομα. Η Ελλάδα είναι μια βαθιά κομματικοποιημένη χώρα και η Τσιριγώτη είχε διοριστεί στη θέση της επί της αριστερής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, στις εκλογές του Ιουλίου του 2019, έχασε την εξουσία από το κεντροδεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Η νέα κυβέρνηση προχώρησε σε σαρωτικές αλλαγές στην ηγεσία της αστυνομίας και στις 23 Ιουλίου η Τσιριγώτη, μόλις 54 ετών τότε, αναγκάστηκε να συνταξιοδοτηθεί. «Δεν ολοκλήρωσα την έρευνα», δήλωσε η ίδια, «και είμαι πολύ λυπημένη γι’ αυτό. Η αστυνομία, βλέπεις, είναι ένας ανδροκρατούμενος χώρος». Ανασήκωσε τους ώμους της.
Πριν αδειάσει το γραφείο της, η Τσιριγώτη μίλησε με τον αξιωματικό που θα αναλάμβανε την υπόθεση και τον έβαλε να ορκιστεί ότι θα έκανε τα πάντα για να την εξιχνιάσει. Εκείνος έδωσε τον λόγο του και έπειτα την ανέθεσε σε μια μικρή ομάδα νεαρών – ανδρών -αστυνομικών. Η υπόθεση, όμως, έμεινε στο ράφι, καθώς η αστυνομική συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ουσιαστικά σταμάτησε υπό τη νέα κυβέρνηση.
Η διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών έχει τις ρίζες της βαθιά στους αιώνες. Μετά από σχεδόν 400 χρόνια οθωμανικής κατοχής, η Ελλάδα κήρυξε την ανεξαρτησία της το 1821. Ακολούθησαν τέσσερις πόλεμοι. Το 1923 μια υποχρεωτική ανταλλαγή ελληνοτουρκικών πληθυσμών – 1,2 εκατομμύρια Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί που ζούσαν στην Τουρκία και 400.000 Τούρκοι μουσουλμάνοι που ζούσαν στην Ελλάδα – άλλαξε ριζικά τη δημογραφική σύνθεση της κάθε χώρας. Οι πρόσφυγες έφτασαν να αποτελούν το ένα πέμπτο του πληθυσμού της Ελλάδας – ανάμεσά τους, και η γιαγιά της Τσιριγώτη.
Ένα δεύτερο προσφυγικό κύμα, αυτή τη φορά στον 21ο αιώνα, αποτέλεσε νέα πηγή εντάσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Οι δύο χώρες παίζουν συχνά το «χαρτί» του εθνικισμού και σπεύδουν να επιρρίψουν ευθύνες η μία στην άλλη, όταν τις βολεύει. Η Ελλάδα επιμένει ότι η Τουρκία δεν καταβάλλει αρκετές προσπάθειες για να αποτρέψει την είσοδο των εκτοπισμένων στην Ευρώπη, ενώ η Τουρκία, η οποία φιλοξενεί τον μεγαλύτερο προσφυγικό πληθυσμό στον κόσμο, κατηγορεί την Ελλάδα για επαναπροωθήσεις. Παγιδευμένοι στη διαμάχη αυτή δεν είναι άλλοι από τους πρόσφυγες – αυτές οι ανθρώπινες υπάρξεις που αντιμετωπίζονται ως πιόνια.
Με την επαγγελματική εμπειρία και το αίσθημα δικαιοσύνης που τη διακατέχει, η Τσιριγώτη είχε καταφέρει να ξεφύγει από τους μικροκομματισμούς και να ερευνήσει σε βάθος τις δολοφονίες της Fahima, της Rabiya και της Farzana. Χωρίς εκείνη, υπήρχε ο κίνδυνος να μην εξιχνιαστεί ποτέ το έγκλημα. Όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2020, η Τσιριγώτη εξακολουθούσε να παρακολουθεί την υπόθεση, από απόσταση αυτή τη φορά. Είχε και μια θεωρία για το τι είχε συμβεί στις γυναίκες. Έσκυψε προς το μέρος μου για να μου την πει. Πίσω της, αυτοκίνητα βούιζαν σε έναν πολυσύχναστο δρόμο της Αθήνας. «Πιστεύω ότι είναι έγκλημα τιμής», είπε η Τσιριγώτη.
Θα ήταν πολύ απλοϊκό να υποθέσει κανείς ότι «αυτά τα πράγματα συμβαίνουν σε αλλοδαπούς» χωρίς να αναρωτηθεί για τα βαθύτερα αίτια των δολοφονιών – ίσως κάτι να πήγε στραβά κατά την παράνομη διακίνηση των γυναικών ή να προηγήθηκε κάποια ληστεία ή κάτι άλλο στη διάρκεια του επικίνδυνου ταξιδιού τους στην Ευρώπη. Τα εγκλήματα τιμής συνιστούν μορφή έμφυλης βίας που παρατηρείται κυρίως σε ακραία συντηρητικές κοινωνίες, ενώ συνήθως διαπράττονται όταν μια γυναίκα ή ένα κορίτσι θεωρείται ότι αμαυρώνει την τιμή ενός άνδρα. Πρόκειται για προμελετημένα εγκλήματα, ο δράστης των οποίων υποκινείται από την επιθυμία του να προστατεύσει αυτό που αντιλαμβάνεται ως αξιοπρέπειά του. Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να έχει ένα τέτοιο κίνητρο και γιατί; Η Τσιριγώτη δεν γνώριζε, αλλά πίστευε ότι ήξερε ποιος θα μπορούσε να έχει την απάντηση.
Στο τηλέφωνο που ήταν κρυμμένο στην τσέπη της Fahima βρέθηκαν φωτογραφίες ενός νεαρού άνδρα – γύρω στα είκοσι – με βαθουλωτά μάτια και μαύρα μαλλιά που έπεφταν στο πλατύ μέτωπό του. Σε κάποιες εικόνες πόζαρε με τις κόρες της Fahima σε ένα πάρκο, ενώ σε μία άλλη καθόταν σε έναν καναπέ. Σε άλλες, είχε τα χέρια του γύρω από τη Fahima και σε μία ακόμα, η Fahima τον φιλούσε στο μάγουλο. Πώς συνδεόταν άραγε με τις γυναίκες; Μήπως η όποια σχέση τους οδήγησε τον ίδιο ή κάποιον άλλο σε αυτό το βίαιο έγκλημα;
Η επεξεργασία των τηλεφωνικών δεδομένων έδειξε ότι ο νεαρός άνδρας ενδέχεται να ήταν το τελευταίο άτομο που είδε τη Fahima και τις κόρες της ζωντανές. Οι αστυνομικές αρχές, όμως, δεν είχαν ιδέα πού βρισκόταν. Είπα στην Τσιριγώτη ότι θα προσπαθούσα να τον βρω. Έπειτα, πάνω στην έξαψη της στιγμής και σε μια επίδειξη λεονταρισμού, τη διαβεβαίωσα ότι θα ανακάλυπτα τι συνέβη σε αυτές τις γυναίκες.
«Εντάξει», είπε η Τσιριγώτη γελώντας. «Καλή τύχη».
Η αφετηρία της έρευνας ήταν προφανής. Σύμφωνα με τις αρχές, ο σύζυγος της Fahima είχε απαλλαγεί από τις υποψίες, ωστόσο ήθελα να του μιλήσω και εγώ η ίδια προσωπικά. Ακόμα κι αν δεν είχε καμία ανάμειξη στο έγκλημα, οι αναμνήσεις του από τη γυναίκα και τις κόρες του θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολύτιμες.
Μετά από αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα, τον Φεβρουάριο του 2020 συνάντησα τον Abdul * στη Βικτώρια, μια πλατεία κοντά στην αθηναϊκή γειτονιά της Κυψέλης που είχε μετατραπεί σε άτυπο «κατάλυμα» προσφύγων. Πολλοί από αυτούς σύντομα θα έμεναν στον δρόμο, καθώς τα κέντρα φιλοξενίας ήταν πλήρη ή ετοιμαζόντουσαν να βάλουν λουκέτο λόγω της πανδημίας. Ο Abdul ήταν ένας αδύνατος και μικροκαμωμένος άνθρωπος. Έκανε νευρικές κινήσεις, λες και φοβόταν μήπως ο χώρος που καταλαμβάνει είναι περισσότερος από όσο πρέπει ή μήπως τραβάει την προσοχή πάνω του. Ήταν καχύποπτος απέναντί μου και έμοιαζε να με φοβάται.
Ο Abdul και τα τρία εν ζωή παιδιά του είχαν ταξιδέψει με καράβι από την Τουρκία στην Ελλάδα το 2019. Μετά από αρκετές οδυνηρές εβδομάδες στον προσφυγικό καταυλισμό στο νησί της Λέσβου, τους χορηγήθηκε προσωρινά άσυλο και μεταφέρθηκαν στην Αθήνα. Λίγο καιρό αφότου συναντηθήκαμε, στην οικογένεια έμελλε να χορηγηθεί μόνιμο άσυλο σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Όσο μιλούσαμε, τα παιδιά του Abdul ήταν καθισμένα παραδίπλα, πίνοντας πορτοκαλάδα και ζωγραφίζοντας με ζήλο στα σπιράλ τετράδιά τους. Ο Abdul μου εξομολογήθηκε ότι δεν τους είχε πει ότι η μητέρα τους και οι μεγάλες αδελφές τους ήταν νεκρές. Τους είχε γυρισμένη πλάτη για να κρύβει τα δάκρυά του.
«Τι τους είπες;» ρώτησα.
«Ότι μας περιμένουν στη Γερμανία», απάντησε.
Το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Abdul ήταν πόσο αγαπούσε τη Fahima. Όσο για τα κορίτσια του, δεν μπορούσε καν να ξεστομίσει τα ονόματά τους – τόσο αβάσταχτος ήταν ο πόνος του. Έτσι, επικεντρώθηκε στη γυναίκα του. «Ήμασταν σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα», μου είπε. Η Fahima ήταν μεγαλύτερη από εκείνον, τόσο σε διάπλαση όσο και ηλικιακά, γι’ αυτό κι εκείνος πρόθυμα την είχε αφήσει να αναλάβει το τιμόνι στο κοινό τους ταξίδι στη ζωή. Η Fahima ήταν εκείνη που διαχειριζόταν τα οικονομικά τους και η ιδέα να φύγουν από το Αφγανιστάν ήταν δική της. Κανένας από τους συγγενείς τους δεν υποστήριξε την απόφασή τους. Ο Abdul είχε σταθερή δουλειά και τα χρήματα που έβγαζε τους επέτρεπαν να νοικιάζουν ένα μικρό σπίτι και να απολαμβάνουν μικρές πολυτέλειες κατά καιρούς. Όλα τους τα παιδιά πήγαιναν σχολείο. Γιατί λοιπόν να ρισκάρουν το ταξίδι στην Ευρώπη;
Η Fahima ήθελε να μεγαλώσουν ελεύθερα τα παιδιά της. Υπήρχε μια ατομικιστική διάσταση πίσω από την επιλογή αυτή – ήθελε να ντύνονται όπως τους αρέσει, να έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία και να έχουν επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο – αλλά το πιο σημαντικό για εκείνη ήταν να μπορέσουν να ζήσουν χωρίς την απειλή του πολέμου. Ήθελε να διασφαλίσει ότι οι κόρες της δεν θα εξαναγκάζονταν να παντρευτούν ή να γίνουν μητέρες και ότι δεν θα σκοτώνονταν σε νεαρή ηλικία. Η Fahima δεν ήταν ικανοποιημένη με τους αργούς ρυθμούς που βελτιωνόταν η ζωή της οικογένειάς της στο Αφγανιστάν.
Η οικογένεια εγκατέλειψε την πατρίδα της τον Ιανουάριο του 2018. Μάζεψαν λίγα πράγματα και πήραν το λεωφορείο από τη Mazar-i-Sharif για την Καμπούλ. Έπειτα, πήραν ένα άλλο λεωφορείο για το Herat, ένα δημοφιλές σημείο διέλευσης προς το Ιράν. Αφού πέρασαν μερικές μέρες στην παγωμένη Τεχεράνη, διέσχισαν τα ορεινά σύνορα προς την Τουρκία με μια ομάδα μεταναστών και προσφύγων, υπό την καθοδήγηση διακινητών. Τελικά έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκαν στο Zeytinburnu, από όπου έκαναν αρκετές προσπάθειες να περάσουν στην Ελλάδα, χωρίς επιτυχία. Εκείνο το καλοκαίρι ο Abdul έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για να βρει δουλειά σε μια άλλη τουρκική πόλη.
Η εξιστόρησή του για τα γεγονότα ήταν απογοητευτικά ασαφής. Ήξερε ότι η γυναίκα του και οι μεγάλες κόρες του σχεδίαζαν να φύγουν χωρίς την υπόλοιπη οικογένεια; Όχι. Γιατί πήρε η Fahima τη Rabiya και τη Farzana μόνες τους στην Ελλάδα; Δεν ήξερε. Δεν ανησύχησε όταν πέρασαν μήνες χωρίς να μάθει νέα τους; Υπέθεσε ότι όλα ήταν καλά. Προσπάθησε να εντοπίσει τη Fahima; Ήταν σίγουρος ότι σε κάποια στιγμή θα επικοινωνούσε εκείνη μαζί του. Όταν έμαθε ότι η γυναίκα του και οι κόρες του ήταν νεκρές – πρώτα από φήμες που κυκλοφορούσαν στο Zeytinburnu και στη συνέχεια από τα επίσημα χείλη της Ελληνικής Αστυνομίας – σκέφτηκε κάποιον που θα μπορούσε να θέλει να τις βλάψει; Όχι. Δεν είχε ιδέα.
Όταν ξαναμίλησα με τον Abdul μετά από εκείνη την ημέρα, παρόλο που δεν έγινε πιο συγκεκριμένος, διαφάνηκε ένας επιπλέον λόγος για τις συγκεχυμένες απαντήσεις του. Δεν ήταν μόνο το πένθος και ο φόβος που βίωνε. Ο Abdul ένιωθε ταυτόχρονα ντροπή που η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει για έναν άλλο άνδρα. Ο νους μου πήγε κατευθείαν στον νεαρό από τις φωτογραφίες στο κινητό της Fahima. Όταν τις είχα πρωτοδείξει στον Abdul, εκείνος αρχικά κοντοστάθηκε και έπειτα μου είπε ότι ο άνδρας έμενε κοντά στο σπίτι τους στην Κωνσταντινούπολη. Τον είχε δει μια-δύο φορές μόνο.
Μετά από πολλές στενάχωρες και δύσκολες συνεντεύξεις, έγινε σαφές ότι δεν θα μάθαινα κάτι παραπάνω από τον Abdul. Έτσι, στράφηκα στους ανθρώπους που ήταν πιθανό να γνωρίζουν τα μυστικά της Fahima – όλα όσα δεν θα έλεγε ποτέ στον άντρα της, όσο ερωτευμένοι κι αν πίστευε αυτός ότι κάποτε ήταν. Η Ελληνική Αστυνομία δεν είχε ανακρίνει ποτέ επίσημα την οικογένεια της Fahima. Αλλά στο Αφγανιστάν, όπως και σε πολλά άλλα μέρη, οι γυναίκες τείνουν να ανοίγονται πιο εύκολα σε άλλες γυναίκες. Ήθελα να μιλήσω με τις αδελφές της Fahima.
Η Hadila πίστευε ότι η Fahima και οι κόρες της είχαν πνιγεί στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην Ευρώπη. Όταν της είπα ότι δολοφονήθηκαν, η Hadila έβαλε τα κλάματα και άρχισε να κουνιέται μπρος-πίσω μηχανικά.
Η Mazar-i-Sharif είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη του Αφγανιστάν. Η ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκει, γνωστή ως επαρχία Balkh, χωρίζεται από το Ουζμπεκιστάν με υδάτινα σύνορα. Η πόλη φημίζεται για το Μπλε Τζαμί, κάτω από το οποίο οι σουνίτες μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι βρίσκεται ο τάφος του Αλί ιμπν Άμπι Ταλίμπ, ξαδέλφου του Προφήτη Μωάμεθ. Μια θάλασσα από καταγάλανα πλακάκια που λαμποκοπούν στον ήλιο σκεπάζει το τέμενος που έχει παραμείνει σαν από θαύμα άθικτο, παρά τις αμέτρητες στρατιωτικές επιδρομές.
Στη δεκαετία του 1980 η Mazar-i-Sharif χρησίμευσε ως στρατηγική βάση του σοβιετικού στρατού, ο οποίος είχε μετατρέψει το αεροδρόμιο της πόλης σε σημείο εκτόξευσης πυραύλων με στόχο τους μουτζαχεντίν. Για μια πολύ σύντομη περίοδο στη δεκαετία του 1990 η πόλη αποτέλεσε μια οιονεί κρατική οντότητα με σχετική σταθερότητα, μέχρι που καταλήφθηκε από τους Ταλιμπάν, οι οποίοι σφάγιασαν περίπου 8.000 ανθρώπους. Τον Νοέμβριο του 2001 οι δυνάμεις της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ Βόρειας Συμμαχίας κατέλαβαν με ευκολία την πόλη, σκοτώνοντας περισσότερους από 3.000 μαχητές των Ταλιμπάν, τους οποίους εν συνεχεία έθαψαν σε ανώνυμους τάφους. Οι επόμενες δύο δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από την εναλλαγή ειρηνικών και πολεμικών περιόδων. Παρόλα αυτά, η Mazar-i-Sharif διατήρησε τη φήμη της ως μια από τις πιο φιλελεύθερες πόλεις του Αφγανιστάν. Όταν, μάλιστα, η πόλη ανακαταλήφθηκε από τους Ταλιμπάν τον Αύγουστο του 2021, οι ηγέτες της διέφυγαν στο γειτονικό Ουζμπεκιστάν προκειμένου να αποφύγουν τη φυλακή ή, ακόμα, και μια χειρότερη μοίρα.
Η Fahima και ο Abdul παντρεύτηκαν την περίοδο που την εξουσία είχαν οι Ταλιμπάν. Ο γάμος τους έγινε με μια απλή θρησκευτική τελετή, χωρίς μουσική και φανφάρες – η νύφη δεν φορούσε καν νυφικό – και σημαδεύτηκε από τον χαμό ενός από τους κουνιάδους της Fahima, ο οποίος σκοτώθηκε σε τροχαίο καθ’ οδόν προς την τελετή. Η ευθύνη έπεσε στη νύφη. Είναι γρουσούζα, είπαν τα πεθερικά της. Εκείνη την εποχή η Fahima ήταν ακόμα έφηβη – όχι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι θα ήταν η Farzana, η μεσαία κόρη της, όταν δολοφονήθηκε.
Η Fahima είχε έξι ακόμα αδέλφια, τρία εκ των οποίων είχαν ήδη χάσει τη ζωή τους όταν η οικογένειά της έφυγε από το Αφγανιστάν. Το πρώτο πέθανε από παιδική ασθένεια, το δεύτερο στη διάρκεια του πολέμου και το τρίτο σε μια φονική έκρηξη υγραερίου στο σπίτι. Μετά τον θάνατο της Fahima, απέμειναν μόνο τρεις αδελφές, οι οποίες ζούσαν στη Mazar-i-Sharif και στα περίγυρα της πόλης. Η Rahila ήταν εκείνη που αναγνώρισε το πτώμα της Fahima από τις φωτογραφίες. Τα πεθερικά της Farida ήταν άνθρωποι ακραία συντηρητικοί που δεν της επέτρεπαν πια να έχει επαφές με την οικογένειά της, πόσο μάλλον με δημοσιογράφους. Έπειτα, ήταν η Hadila, η μεγαλύτερη από τις αδελφές, η οποία ήταν πιο κοντά από όλες με τη Fahima. Επικοινώνησα μαζί της μέσω βιντεοκλήσης στο WhatsApp τον Νοέμβριο του 2020, καθώς δεν είχα τη δυνατότητα να πάω στο Αφγανιστάν λόγω της πανδημίας.
Η Hadila ήταν 40 ετών τότε και είχε αποκτήσει οκτώ παιδιά. Στη διάρκεια της συνομιλίας μας, τα κεφάλια τους ξεπρόβαλλαν κάτω από έναν σωρό από πολύχρωμες κουβέρτες, καθώς προσπαθούσαν να την αγκαλιάσουν. Το κρύο στο βόρειο Αφγανιστάν ήταν τσουχτερό και, καθώς το κόστος της θέρμανσης ήταν απαγορευτικό, έπρεπε να επινοήσουν τρόπους να τα βγάλουν πέρα. Η Hadila ήταν πρόθυμη να μιλήσει. Μου είπε ότι δεν είχε επικοινωνήσει κανείς μαζί της για να της πει τι συνέβη στην αδελφή και τις ανιψιές της – ούτε η αστυνομία, ούτε ο Abdul, ούτε καν η Rahila, η οποία είχε πέσει σε βαριά κατάθλιψη, αφότου είχε αναγνωρίσει το πτώμα της Fahima. Η Hadila πίστευε ότι η Fahima και οι κόρες της είχαν πνιγεί στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην Ευρώπη. Όταν της είπα ότι δολοφονήθηκαν, η Hadila έβαλε τα κλάματα και άρχισε να κουνιέται μπρος-πίσω μηχανικά. Έπειτα, σκούπισε τα δάκρυά της με την άκρη της μαντίλας της.
Όταν ήταν μικρή, η Fahima ακολουθούσε παντού τη Hadila μέσα στο σπίτι, πιπιλίζοντας τον αντίχειρά της και τραβώντας τη φούστα της μεγαλύτερης αδελφής της, ενώ έτρεχε υπάκουα πίσω της όταν η Hadila άρμεγε τις αγελάδες ή έψηνε ψωμί. Είχαν πολύ καλή σχέση και παρέμειναν αγαπημένες και αφότου μεγάλωσαν και έκαναν τις δικές τους οικογένειες. Η Fahima ήταν το μαύρο πρόβατο της κοινότητας, εξήγησε η Hadila. Έσφυζε από ζωή και της άρεσε να ντύνεται, να βάφεται και να χορεύει. «Ήταν πάντα διαφορετική», είπε η Hadila, με μια δόση υπερηφάνειας στη φωνή. Η Fahima ήταν επίσης καλή μητέρα, πρόσθεσε. Ήταν πολύ κοντά στα παιδιά της, ειδικά με τις δυο μεγάλες κόρες της.
Η Hadila είχε μιλήσει τέσσερις φορές με τη Fahima αφότου έφυγε από το Αφγανιστάν. Στις δύο τελευταίες τους συνομιλίες, η Fahima την είχε αιφνιδιάσει. Στην πρώτη από αυτές, από το πουθενά, της ανακοίνωσε ότι είχε αρραβωνιάσει τη Rabiya με έναν μεγαλύτερο άνδρα – έναν Αφγανό από την επαρχία Kunduz με εξέχουσα θέση στο Zeytinburnu. Ο άνδρας αυτός είχε πολλές διασυνδέσεις και είχε υποσχεθεί να προμηθεύσει τη Fahima και τις κόρες της με χαρτιά για άδεια διαμονής στην Τουρκία. Επίσης, τις φιλοξενούσε στο σπίτι του. Σε κάποια στιγμή, η Fahima είχε στείλει μια φωτογραφία του αρραβωνιαστικού της Rabiya σε ένα κινητό που χρησιμοποιούσε η οικογένεια της Hadila. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, το κινητό έπεσε σε μια τουαλέτα και η εικόνα χάθηκε. Η φωτογραφία δεν βρισκόταν ανάμεσα στα αρχεία του κινητού Samsung που εντόπισε η αστυνομία στον τόπο του εγκλήματος στην Ελλάδα. Το μόνο πράγμα που θυμόταν η Hadila για τον αρραβωνιαστικό ήταν η ηλικία του. Ήταν τουλάχιστον 40 ετών, ενώ η Rabiya δεν είχε προλάβει ακόμα να κλείσει τα 18.
Η Fahima της είχε πει ότι αποφάσισε να φύγει από το Αφγανιστάν για να προσφέρει μια καλύτερη ζωή στις κόρες της, αλλά η Hadila δεν καταλάβαινε σε τι θα βοηθούσε ένας γάμος μεταξύ της Rabiya – την οποία περιέγραψε ως κλειστή και ντροπαλή – κι ενός τόσο μεγαλύτερου άνδρα. Οι τραγικές συνέπειες των παιδικών γάμων, οι οποίοι μεταξύ άλλων παγιδεύουν τα παιδιά στη φτώχια, τα αποκλείουν από την εκπαίδευση και τα εκθέτουν σε σωματική και ψυχική κακοποίηση, είναι αποδεδειγμένες. «Είχα θυμώσει μαζί της», είπε η Hadila, αναφερόμενη στη Fahima, «επειδή η Rabiya δεν ήθελε να παντρευτεί».
Οι φήμες και το κουτσομπολιό δεν γνωρίζουν από σύνορα και, στη Mazar-i-Sharif, η οικογένεια της Fahima άρχισε να συγκεντρώνει πληροφορίες για τον μυστηριώδη αρραβωνιαστικό. «Άκουγα ένα σωρό πράγματα για αυτόν», μου είπε ο Nawid, ο μεγαλύτερος γιος της Hadila. «Ήταν μεγάλος άντρας, είχε άλλες δύο γυναίκες και είχε κι άλλα παιδιά. Άκουσα ότι όλο αυτό έγινε με το ζόρι και ότι η Rabiya δεν ήταν ευτυχισμένη».
Τον Αύγουστο του 2018 ήταν η τελευταία φορά που η Hadila μίλησε με τη Fahima. Η Fahima της είπε ότι ήθελε να διαλύσει τον αρραβώνα της αδερφής της, επειδή η Rabiya δεν ήταν ευχαριστημένη. Δεν έδωσε περαιτέρω διευκρινίσεις, όμως. Η Hadila ανακουφίστηκε με τα νέα για τη Rabiya, αλλά ταυτόχρονα ανησυχούσε. Τι θα γινόταν αν ζητούσε εκδίκηση ο πρώην αρραβωνιαστικός;
Λίγες εβδομάδες αργότερα, η αδελφή και οι ανιψιές της Hadila θα κείτονταν νεκρές.
Παρά τη στενή τους σχέση, υπήρχαν κάποια πράγματα που η Fahima δεν έλεγε στη μεγάλη της αδελφή. Η Hadila είχε ακούσει διάφορες φήμες ότι η Fahima είχε χωρίσει από τον σύζυγό της, αλλά η Fahima δεν της είχε πει ποτέ κάτι. Μέχρι και τη μέρα που μιλήσαμε, η Hadila δεν γνώριζε ότι η αδελφή της είχε σχέση με άλλον άνδρα. Όταν της έδειξα τη φωτογραφία του νεαρού, το βλέμμα της ήταν κενό. Η αστυνομία στο Αφγανιστάν, όπως έμαθα αργότερα, είχε αναγνωρίσει τον άνδρα της φωτογραφίας. Ήταν ο Mirajuddin Osman, επίσης από τη Mazar-i-Sharif.
Τους μήνες που προηγήθηκαν των συνομιλιών μου με τη Hadila και με άλλες πηγές στο Αφγανιστάν, η Ελληνική Αστυνομία δεν είχε ανταποκριθεί στα αιτήματά μου για συνέντευξη. Όταν τελικά επικοινώνησαν μαζί μου στις αρχές του 2021, μου είπαν ότι θα μου μιλούσαν μόνο με την προϋπόθεση ότι θα μοιραζόμουν μαζί τους τα ευρήματά μου για τους φόνους – ένα σημάδι της ελάχιστης προόδου που είχαν κάνει στην έρευνα μετά την απομάκρυνση της Ζαχαρούλας Τσιριγώτη από το σώμα, 18 μήνες πριν. Αργότερα θα μου ζητούσαν να δώσω ένορκη κατάθεση.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ρώτησα τους αστυνομικούς αν είχαν ακούσει κάτι για τον αρραβώνα της Rabiya. Μου είπαν όχι. Στη συνέχεια, συνόψισαν το περιεχόμενο των μηνυμάτων που ανακτήθηκαν από το τηλέφωνο της Fahima. Η Rabiya είχε ανταλλάξει μηνύματα με μια φίλη της, στα οποία φαινόταν στεναχωρημένη για κάτι που είχε γίνει με έναν άνδρα ονόματι Saïd. Καμία από τις πηγές μου δεν είχε αναφέρει αυτό το όνομα, όμως. Μήπως ο Saïd ήταν ο πρώην αρραβωνιαστικός;
Οι αστυνομικοί μου επιβεβαίωσαν αυτό που υποπτευόμουν για τον Osman – ότι ήταν ζευγάρι με τη Fahima. Είπαν ότι τον έψαχναν ακόμα.
Το γεγονός ότι η Fahima είχε αφήσει τον σύζυγό της για έναν κατά πολύ νεότερο άνδρα – και μάλιστα παίρνοντας μαζί δύο από τα παιδιά τους – θα μπορούσε σίγουρα να αποτελέσει κίνητρο για τον Abdul να θέλει να τη βλάψει. Στο Αφγανιστάν είναι εξαιρετικά δύσκολο για μια γυναίκα να εκκινήσει διαδικασίες διαζυγίου επιτυχώς. Βάσει του Άρθρου 130 του Συντάγματος της χώρας, οι γυναίκες απαγορεύεται να φύγουν από το σπίτι χωρίς να πάρουν την άδεια των ανδρών μελών της οικογένειας, γι’ αυτό και μια τέτοια κίνηση ενέχει μεγάλους κινδύνους. Ακόμα και στις πιο ευνοϊκές συνθήκες όμως, ο τερματισμός ενός γάμου από μια γυναίκα θεωρείται ταμπού. Και παρόλο που η Fahima και ο Abdul βρίσκονταν στην Τουρκία όταν χώρισαν, ζούσαν σε μια γειτονιά με έντονο το αφγανικό στοιχείο, όπου τα πολιτισμικά ήθη, αν και λιγότερο αυστηρά, εξακολουθούσαν να τηρούνται.
Ο νους μου έτρεξε πίσω στις συνεντεύξεις μου με τον Abdul. Φαινόταν συντετριμμένος από τις δολοφονίες και τόσο ηττημένος από τη ζωή που δεν είχε καν το κουράγιο να μαλώσει τα παιδιά του που ούρλιαζαν και σκαρφάλωναν στις καρέκλες και τα τραπέζια του καφέ όπου καθόμασταν. Μου ήταν αδύνατον να τον φανταστώ να σκοτώνει τη γυναίκα του ή να βάζει κάποιον άλλο να το κάνει, πόσο μάλλον τις κόρες του, που ο πόνος τού έκανε δύσκολο ακόμα και να προφέρει τα ονόματά τους.
Οι αστυνομικοί ήταν εξίσου βέβαιοι ότι δεν ήταν αυτός ο δολοφόνος. Υποπτεύονταν, μάλιστα, εδώ και καιρό ότι ο δολοφόνος της Fahima, της Rabiya και της Farzana είχε επιστρέψει στην Τουρκία μετά το έγκλημα. Αν υπήρχε οποιοδήποτε νέο στοιχείο σχετικό με τους υπόπτους, τους μάρτυρες, τον Osman ή τον μυστηριώδη Saïd, φαίνεται πως αυτό θα βρισκόταν μόνο στο Zeytinburnu.
Στην Τουρκία όλοι οι Αφγανοί έχoυν την ίδια αντιμετώπιση: στερούνται την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη, εργασιακά δικαιώματα και επίσημη εκπαίδευση. Η τουρκική κυβέρνηση δεν τους αναγνωρίζει επισήμως ως πρόσφυγες.
Όταν έφτασα στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές Αυγούστου του 2021, δασικές πυρκαγιές είχαν ξεσπάσει σε ολόκληρη τη χώρα και η ζέστη στην πόλη ήταν αποπνικτική. Ξεκινώντας την έρευνά μου, είχα μόνο ένα στοιχείο στα χέρια μου: τα στοιχεία επικοινωνίας ενός άνδρα που είχα γνωρίσει σε μια ιδιωτική ομάδα Αφγανών μεταναστών στο Telegram. Ο άνδρας, ο οποίος μου ζήτησε να μην χρησιμοποιήσω το πραγματικό του όνομα, είχε γνωρίσει τη Fahima και τις κόρες της μερικούς μήνες πριν τη δολοφονία τους. Για ένα διάστημα, εκείνος και η σύζυγός του είχαν συγκατοικήσει με τη Fahima, τον Abdul και τα πέντε παιδιά τους σε ένα μικρό, βρόμικο διαμέρισμα ενός κτιρίου στο Zeytinburnu.
Το Zeytinburnu είναι μια, ιστορικά, εργατική γειτονιά στην ευρωπαϊκή πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Αποτελούσε, παραδοσιακά, τη συνοικία με τα βυρσοδεψία της χαώδους πόλης. Το 1983 η τουρκική κυβέρνηση, σε μια πολιτική κίνηση καλής θέλησης, πήρε την απόφαση να βοηθήσει ανθρώπους «τουρκικής καταγωγής και κουλτούρας» και κάλεσε μερικές εκατοντάδες Τουρκμένους και Ουζμπέκους πρόσφυγες, που είχαν εκτοπιστεί λόγω του πολέμου μεταξύ του Αφγανιστάν και της Σοβιετικής Ένωσης, να εγκατασταθούν στη γειτονιά. Έκτοτε, το Zeytinburnu αποτελεί καταφύγιο δεκάδων χιλιάδων Αφγανών από όλο το φάσμα των εθνοτικών ομάδων της χώρας. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, συνάντησα πολλούς Παστούν, Τατζίκους, Καζάκους, Ουζμπέκους, Χαζάρα και Τουρκμένους. Οι Παστούν αποτελούν περίπου το 40% του αφγανικού πληθυσμού και στην πατρίδα τους αποτελούν την πλειοψηφία των υψηλόβαθμων στελεχών της κυβέρνησης. Στην Τουρκία, ωστόσο, όλοι οι Αφγανοί έχoυν την ίδια αντιμετώπιση: στερούνται την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη, εργασιακά δικαιώματα και επίσημη εκπαίδευση. Η τουρκική κυβέρνηση δεν τους αναγνωρίζει επισήμως ως πρόσφυγες.
Σύμφωνα με τον άνδρα που είχα βρει στο διαδίκτυο, την άνοιξη του 2018 και για τουλάχιστον έναν μήνα, η Fahima και η οικογένειά της ζούσαν στο υπόγειο ενός μπλε κτιρίου, όπου ντόπιοι διακινητές στέγαζαν τους πελάτες τους. Τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον μικρό χώρο ήταν τόσο απότομα που έπρεπε να περπατάς πλαγίως για να τα κατέβεις με ασφάλεια. Από το χαμηλό ταβάνι κρεμόταν μια λάμπα που φώτιζε αχνά τους γεμάτους ακαθαρσίες τοίχους. Κάτω-κάτω υπήρχε ένα μικρό πλατύσκαλο που οδηγούσε σε τρεις πόρτες, μία εκ των οποίων συγκρατούνταν από κόντρα πλακέ και ήταν κλειδωμένη με λουκέτο. Μια περίεργη μυρωδιά πλανιόταν στον αέρα, που ένιωθες να είναι ανθυγιεινή. Χτύπησα και τις τρεις πόρτες, και μια νεαρή Τουρκάλα μισάνοιξε τη μία και με κοίταξε μέσα από τη στενή χαραμάδα. Είχε μετακομίσει μόλις τον προηγούμενο χρόνο, μου είπε ευγενικά. Δεν ήξερε τίποτα για Αφγανούς.
Ο μεταβατικός χαρακτήρας της ζωής στο Zeytinburnu αποτελεί μεγάλο εμπόδιο για κάποιον που προσπαθεί να επανασυναρμολογήσει τον θρυμματισμένο καθρέφτη της πρόσφατης ιστορίας. Είχαν περάσει σχεδόν τρία χρόνια από τότε που η Fahima, η Rabiya και η Farzana έμεναν εκεί. Οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους μίλησα στους δρόμους, στην προκυμαία και στα καταστήματα της γειτονιάς είχαν έρθει στην Κωνσταντινούπολη μόλις τον τελευταίο χρόνο. Ήταν αδύνατον να γνωρίζουν τις γυναίκες που τους έδειχνα στις φωτογραφίες. Πέρα από αυτό, τα κενά μνήμης είναι συχνά σε ανθρώπους με ψυχικά τραύματα και πολλοί από τους ανθρώπους που πλησίασα δυσκολεύονταν να θυμηθούν γεγονότα, τόσο πρόσφατα όσο και παλαιότερα. Μια γυναίκα με την οποία μίλησα ζούσε στο Zeytinburnu για τέσσερα χρόνια και είχε μεγάλη δυσκολία να ανακαλέσει μνήμες, αφότου είχε δει τον σύζυγό της να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια της από τους Ταλιμπάν. «Θα ξεχάσω το πρόσωπό σου μόλις φύγεις», μου είπε, με έναν άψυχο τόνο στη φωνή.
Είχα συγκεντρώσει ονόματα και φωτογραφίες αρκετών διακινητών που, με βάση τις πληροφορίες που μου είχε δώσει ο άνδρας που είχα βρει στο διαδίκτυο, είχαν συναντήσει τη Fahima και τις κόρες της στο Zeytinburnu. Οι γυναίκες είχαν προσπαθήσει να περάσουν τα σύνορα προς την Ελλάδα τουλάχιστον τέσσερις φορές, με τα χρέη στους διακινητές να έχουν γίνει βουνό. Κατάφερα να εντοπίσω κάποιους από τους διακινητές, συμπεριλαμβανομένου ενός που έμενε στο ίδιο μπλε κτίριο όπου φιλοξενούνταν συχνά η Fahima και οι κόρες της. Κανείς τους όμως δεν παραδεχόταν τη δουλειά που έκανε, πόσο μάλλον ότι γνώριζε τη Fahima, τη Rabiya και τη Farzana.
Η τουρκική αστυνομία έχει ισχυρή παρουσία στο Zeytinburnu και γνωρίζει καλά τα δίκτυα λαθρεμπορίου. «Η αστυνομία ξέρει μέχρι και το παραμικρό που γίνεται εδώ», μου είπε ένας Αφγανός μέσα σε ένα κατάστημα μεταφοράς χρημάτων. Δεν ήταν ο μόνος που αναγνώριζε τη συμβιωτική σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ κατοίκων και αστυνομικών στη γειτονιά: οι διακινητές πληρώνουν τις διωκτικές αρχές για να κάνουν τα στραβά μάτια στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύονται τον φόβο των ανθρώπων απέναντι στους αστυνομικούς που περιπολούν διαρκώς το Zeytinburnu, απειλώντας τους κατοίκους με απέλαση ή φυλάκιση. Η τάξη των πραγμάτων στην περιοχή δεν επιτρέπεται να διαταραχθεί. Το 2018, την ίδια χρονιά που δολοφονήθηκε η Fahima, η Rabiya και η Farzana, μια άλλη Αφγανή, η Elhan Atifi, δολοφονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο βίαιος σύζυγος που είχε εγκαταλείψει στην Καμπούλ ταξίδεψε σχεδόν πέντε χιλιόμετρα για να τη στραγγαλίσει. Η τουρκική αστυνομία έκανε αμέσως έρευνες και του άσκησε δίωξη.
Αναρωτήθηκα: μήπως η Fahima και οι κόρες της είχαν δολοφονηθεί με το που πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα από κάποιον που ήθελε να αποφύγει να τις σκοτώσει στην Κωνσταντινούπολη; Από κάποιον που είχε καταλάβει ότι, αν θέλει να προστατέψει τον εαυτό του, έπρεπε να φροντίσει να μην πέσει η υπόθεση στα χέρια των τουρκικών αρχών;
Η θεωρία έμοιαζε αρκετά λογική, αλλά δεν είχα ίχνος αποδεικτικών στοιχείων. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, πάνω που ήμουν έτοιμη να εγκαταλείψω τα όπλα, μπήκα με τον Tabsheer στο παγωτατζίδικο.
«Στο Zeytinburnu δεν μπορείς να κρυφτείς». Αυτό μου είπε ο Mohammed*, ο άνδρας που πλησιάσαμε στο μαγαζί, ο οποίος μας επιβεβαίωσε ότι γνώριζε τη Fahima, τη Rabiya και τη Farzana. Είχαμε ανέβει στον επάνω όροφο του μαγαζιού για να μείνουμε μόνοι. Καθισμένος ανάμεσά μας, ο Mohammed άπλωσε τα ηλιοκαμένα του χέρια στο πλαστικό τραπέζι κι έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό, προτού μας διηγηθεί όσα ήξερε.
Το 2018, είπε, είχε δει τις γυναίκες μαζί με τον Mirajuddin Osman. Στην τοπική αφγανική κοινότητα κυκλοφορούσαν φήμες ότι η Fahima είχε εγκαταλείψει τον άνδρα της και έβγαινε με τον Osman. «Μόνο ο Θεός ξέρει τι συνέβη μεταξύ τους», είπε ο Mohammed, ανασηκώνοντας τους ώμους. Είχε δει τον σύζυγο της Fahima μια-δύο φορές στο Zeytinburnu, αλλά πάντα ήταν μόνος.
Ο Mohammed ξερόβηξε και μου έκανε νόημα να κλείσω το μαγνητόφωνο για να συνεχίσει. Στις σημειώσεις μου από τη συνομιλία μας έγραψα τα εξής: Η Fahima σχεδίαζε να παντρέψει τη Rabiya με έναν άνδρα που ο Mohammed αποκαλούσε Hajji Saïd. Το Hajji (Χατζής) είναι ένα μουσουλμανικό προσωνύμιο που απονέμεται σε όσους έχουν προσκυνήσει στον ιερό τόπο της Μέκκα. Όσο για το «Saïd», ήταν το όνομα που ανέφερε στα μηνύματά της η Rabiya, για το οποίο με είχε ρωτήσει η Ελληνική Αστυνομία.
Ο Mohammed μου είπε ότι ο Saïd είχε ήδη δύο συζύγους – μία στο Αφγανιστάν και μία στο Πακιστάν. Όταν αποφάσισε να παντρευτεί τη Rabiya στις αρχές του 2018, συμφώνησε ταυτόχρονα να πληρώσει για τη μέλλουσα έφηβη νύφη του, δίνοντας στη Fahima αρκετές χιλιάδες ευρώ. Όταν έφτασε το Ραμαζάνι, που εκείνη τη χρονιά ξεκίνησε τον Μάιο, αρραβωνιάστηκαν επίσημα και αργότερα παντρεύτηκαν. Λίγο καιρό αργότερα, η Fahima και οι κόρες της μετακόμισαν στο διαμέρισμα του Saïd.
Ο Saïd ήταν ένας άνδρας που είχε μάθει να παίρνει αυτό που θέλει. Ζούσε στο Zeytinburnu για είκοσι χρόνια και ήταν εξέχουσα προσωπικότητα στην κοινότητα – ένας μεγαλο-διακινητής Παστούν, για τον οποίο δούλευε ένα μεγάλο δίκτυο ανθρώπων. Ο αδελφός του Osman, μάλιστα, δούλευε κάποια στιγμή για εκείνον. Ο Saïd είχε επίσης ένα κατάστημα μεταφοράς χρημάτων και ηλεκτρονικών ειδών (κατάστημα hawala).
Και πού τα ήξερε όλα αυτά ο Mohammed;
Ο Saïd ήταν συγγενής του, όπως μου είπε.
Οι δύο άνδρες είχαν τσακωθεί, εξήγησε ο Mohammed, και είχαν κόψει επαφές όταν ο Saïd αρραβωνιάστηκε τη Rabiya. Το καλοκαίρι του 2018 ο Mohammed πήγε στο Αφγανιστάν. Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, η Rabiya, η Fahima και η Farzana είχαν ήδη φύγει. Καθώς οι σχέσεις του με τον Saïd εξακολουθούσαν να είναι κακές, μόνο εικασίες μπορούσε να κάνει για την τύχη των γυναικών. Ο ίδιος θεωρούσε ότι είχαν φύγει σε κάποια κρύα χώρα της βόρειας Ευρώπης, όπως το Βέλγιο ή η Γερμανία. Αυτό, όμως, ήταν απλώς μια υπόθεση.
Του μίλησα για τους φόνους, για τα πτώματα των γυναικών που βρέθηκαν με κομμένο λαιμό κοντά στον Έβρο. Ο Mohammed έκλεισε τα μάτια.
«Όποιος κι αν το έκανε αυτό σε αυτά τα κορίτσια, θα τον τιμωρήσει ο Θεός», είπε.
«Πιστεύεις… συγγνώμη γι’ αυτό που θα ρωτήσω, αλλά πιστεύεις ότι ίσως το έκανε…», τραύλισα.
«Θέλεις να μάθεις αν τις σκότωσε εκείνος», διέκοψε ο Mohammed. «Δεν το ξέρω αυτό. Αλλά πιστεύω ότι πρόκειται για έγκλημα τιμής».
Πριν τελειώσουμε τη συζήτησή μας, ο Mohammed μου έδωσε μια διεύθυνση. Αν ήθελα να μιλήσω με τον Saïd, θα είχα περισσότερες πιθανότητες αν πήγαινα στην επιχείρησή του.
Ο Saïd με αγριοκοίταξε και μου είπε να περάσω να τα πούμε την επόμενη μέρα. Ξέραμε και οι δύο, όμως, ότι αν επέστρεφα στο μαγαζί, δεν θα τον έβρισκα εκεί.
Το κατάστημα του Saïd βρισκόταν σε έναν παράδρομο κοντά στον κεντρικό δρόμο του Zeytinburnu. Όταν έφτασα με τον Tabsheer, είχε πια βραδιάσει και το μαγαζί φώτιζε στο σκοτάδι. Από το παράθυρο μπορούσα να δω μια συστάδα από πεντάκιλα σακιά με αφγανικό ρύζι, στοιβαγμένα στον έναν τοίχο. Απέναντι, υπήρχε ένα σταντ με κινητά τηλέφωνα και εξαρτήματα, καλυμμένο με μια λεπτή στρώση σκόνης. Ένας μεσήλικας άνδρας καθόταν πίσω από τον πάγκο, κάνοντας scroll στο κινητό του. Δίπλα του, ένας νεότερος άνδρας έκανε το ίδιο.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, έσπρωξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Ο Saïd ήταν γεροδεμένος, με στρογγυλεμένο σαγόνι και κρεμασμένο πρόσωπο. Στο δεξί του ζυγωματικό είχε ένα μεγάλο εκ γενετής σημάδι που έμοιαζε με μουτζούρα δακτυλικού αποτυπώματος. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα εμένα, καθώς πλησίαζα και ετοιμαζόμουν να του δείξω το κινητό μου. Το πρόσωπο της Rabiya εμφανίστηκε στην οθόνη.
«Θέλω να μιλήσουμε για τη Rabiya», είπα, αφήνοντας κατά μέρος κάθε τυπικότητα, με τη φωνή μου να βγαίνει δυνατότερη από ό,τι σχεδίαζα.
Ο Saïd πετάχτηκε από τη θέση του και πέρασε βιαστικά μπροστά από τον πάγκο, κουνώντας τα χέρια. Στην αρχή είπε ότι δεν γνώριζε τις γυναίκες στις φωτογραφίες που του έδειχνα μία-μία. Μετά παραδέχτηκε ότι τις είχε δει στη γειτονιά. Αναγνώρισε τη Fahima – αλλά και τι μ’ αυτό; «Τόσος κόσμος περνάει από εδώ, εδώ είναι Τουρκία» είπε ενοχλημένος.
Μου ορκίστηκε ότι δεν είχε σχέση με τη Rabiya. Άρχισε να αναπνέει με δυσκολία και τα χέρια του έτρεμαν. Έδειχνε έτοιμος να πάθει κρίση πανικού. Όταν του ξανάδειξα τη φωτογραφία της Rabiya, απέστρεψε το βλέμμα του και τα μάτια του βούρκωσαν τόσο που τα δάκρυα ήταν έτοιμα να πλημμυρίσουν τα μάγουλά του. Ο νεαρός που είχε μείνει πίσω από τον πάγκο με διέκοψε. «Δεν τους ξέρει σου λέει αυτούς τους ανθρώπους», επέμεινε.
Αργότερα θα μάθαινα ότι ήταν ανιψιός του Saïd. Εκείνη τη στιγμή, είχα εκνευριστεί που ο Saïd είχε κάποιον να τον σιγοντάρει. Έπρεπε να του μιλήσω μόνη. «Δεν πάμε κάπου πιο ήσυχα να μιλήσουμε;» πρότεινα.
Ο Saïd έβγαλε τα σανδάλια του και φόρεσε παπούτσια πριν βγούμε να περπατήσουμε στην καυτή νύχτα. Μας έδειξε μια κοντινή καφετέρια, αλλά, μόλις πλησιάσαμε, σταμάτησε και μας ζήτησε να πάμε στο σπίτι του. Η απότομη αλλαγή με ξάφνιασε και προς στιγμήν πανικοβλήθηκα. Ο Tabsheer και εγώ αρνηθήκαμε. Τότε ο Saïd έκανε να γυρίσει στο μαγαζί – είχε αφήσει το πορτοφόλι του, είπε, και ήθελε να πληρώσει εκείνος το τσάι που θα πίναμε όσο συζητούσαμε. Ο Tabsheer κι εγώ, όμως, επιμείναμε να προχωρήσουμε. Δεν θέλαμε να χαθεί το μομέντουμ.
Όσο περπατούσαμε, ο Saïd ήταν λίγα βήματα πιο μπροστά. Έπαιρνε διάφορα τηλέφωνα – κάλεσε έναν από τους υπαλλήλους του κι έναν φίλο. Μιλούσε χαμηλόφωνα και ήταν δύσκολο να καταλάβουμε τι έλεγε. Κάθε τόσο γύριζε και μας παρακαλούσε να σκεφτούμε τις γυναίκες του, τα παιδιά του. Εγώ του έκανα διαρκώς ερωτήσεις στα αγγλικά, τις οποίες μετέφραζε ο Tabsheer. Σε κάποια στιγμή ο Tabsheer συνειδητοποίησε ότι ο Saïd είχε αρχίσει να μουρμουρίζει στα παστού, «Γαμώ τη Rabiya, γαμώ τη Rabiya».
Φτάσαμε σε μια μικρή, καλoφωτισμένη πλατεία που είχε ένα άδειο καφέ στη μία πλευρά – θα μπορούσαμε να μιλήσουμε εκεί, είπα. Αλλά η διάθεση είχε αλλάξει. Ο Saïd ύψωσε τη φωνή του και άρχισε να εκλιπαρεί τον Tabsheer στα παστού, αγνοώντας με. Εγώ άρχισα να τον τραβάω βίντεο με το κινητό και ο Saïd μου χτύπησε το χέρι – όχι τόσο επειδή ήθελε να μου κάνει κακό, όσο επειδή έμοιαζε να έχει απελπιστεί.
«Είμαι έτοιμος να εκραγώ», φώναξε ο Saïd. Ο κόσμος στον δρόμο σταμάτησε και μας κοίταζε. «Θα πέσω να πεθάνω εδώ επί τόπου!» είπε, σφίγγοντας το κεφάλι με τα χέρια.
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Ο Saïd με αγριοκοίταξε και μου είπε να περάσω να τα πούμε την επόμενη μέρα. Ξέραμε και οι δύο, όμως, ότι αν επέστρεφα στο μαγαζί, δεν θα τον έβρισκα εκεί. Καθώς διέσχιζε το δρόμο για να απομακρυνθεί, φώναξε στον Tabsheer, ο οποίος προσπάθησε να τον πλησιάσει για τελευταία φορά.
«Σε παρακαλώ, είσαι Αφγανός», είπε ικετεύοντας ο Saïd. Άγγιξε το πηγούνι του Tabsheer – μια κίνηση σεβασμού στην αφγανική κουλτούρα. «Βγάλε με από τη δύσκολη θέση. Κάνε κάτι για όλο αυτό».
Μετά έφυγε.
Όλοι οι άνθρωποι που μίλησαν σ’ εμένα και τον Tabsheer δέχτηκαν να το κάνουν μόνο με την προϋπόθεση ότι δεν θα χρησιμοποιούσαμε τα πραγματικά τους ονόματα. Και όλοι μας είπαν πάνω-κάτω το ίδιο πράγμα: Ο Saïd ήταν ένας ισχυρός και επικίνδυνος άνδρας.
Το επόμενο πρωί επέστρεψα στο μαγαζί του Saïd. Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν ήταν εκεί, αλλά το κατάστημα ήταν ανοιχτό και μπαινόβγαιναν πελάτες. Ο ανιψιός του δούλευε πίσω από τον πάγκο. Με κοίταζε με ένα κενό βλέμμα και επαναλάμβανε συνεχώς το ίδιο πράγμα: Ήταν πολύ στενάχωρο αυτό που συνέβη σε αυτές τις γυναίκες, αλλά ο θείος του ήταν καλός άνθρωπος, σεβαστός στη γειτονιά, με δύο γυναίκες και πολλά παιδιά στην πατρίδα. Ο Saïd δεν θα έκανε ποτέ κακό σε κανέναν. Ήταν θρησκευόμενος άνθρωπος.
Μείναμε περίπου μία ώρα στο μαγαζί με τον Tabsheer, ακουμπισμένοι πάνω στα ξεφτισμένα σακιά με το ρύζι. Σε κάποια στιγμή ο Tabsheer πήρε τηλέφωνο τον Saïd- είχαμε πάρει τον αριθμό του από τον Mohammed. «Δεν έχω καμία υποχρέωση να μιλήσω σ’ αυτή τη γυναίκα», είπε ο Saïd. «Είναι δημοσιογράφος, όχι αστυνομικός». Είχε δίκιο. Το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη είχε καταστήσει σαφείς τους περιορισμούς του επαγγέλματός μου. Δεν μπορούσα να εξαναγκάσω τον Saïd να μιλήσει – μόνο οι αρχές είχαν τέτοια εξουσία.
Όταν έφυγα με τον Tabsheer από το κατάστημα, διασχίσαμε το Zeytinburnu, αναζητώντας ανθρώπους που μπορεί να μας μιλούσαν. Ήταν λες και ξαναζούσα την αρχή του ταξιδιού μου. Αυτή τη φορά όμως, αντί να δείχνω σε αγνώστους φωτογραφίες της Fahima και των κοριτσιών της, τους έδειχνα μια φωτογραφία του Saïd που είχα βρει στο Facebook. Φορούσε ένα λευκό shalwar kameez και στεκόταν μπροστά από την casbah στη Μέκκα. Η απάντηση που πήραμε ήταν η ίδια: Ναι. Σχεδόν όλοι όσοι συναντήσαμε ήξεραν τον Saïd. Ο Mohammed είχε δίκιο για το κύρος του στην κοινότητα.
Όλοι οι άνθρωποι που μίλησαν σ’ εμένα και τον Tabsheer δέχτηκαν να το κάνουν μόνο με την προϋπόθεση ότι δεν θα χρησιμοποιούσαμε τα πραγματικά τους ονόματα. Και όλοι μας είπαν πάνω-κάτω το ίδιο πράγμα: Ο Saïd ήταν ένας ισχυρός και επικίνδυνος άνδρας. Είχε πολλούς ανθρώπους που δούλευαν για εκείνον στην επιχείρηση διακίνησης μεταναστών μέσω Έβρου την οποία έτρεχε. Κανείς δεν επιβεβαίωνε τη σχέση του με τη Fahima και τις κόρες της.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, η αστυνομία μου ζήτησε να δώσω άλλη μια κατάθεση, η οποία θα υποβαλλόταν στις δικαστικές αρχές του Έβρου που θα αναλάμβαναν την υπόθεση δολοφονίας, όποια μορφή και αν έπαιρνε αυτή τελικά. Είπα στην αστυνομία όλα όσα είχα μάθει για τον Saïd. Ένιωσα ότι ήταν χρέος μου να το κάνω. Θεωρητικά, οι αστυνομικοί θα μπορούσαν να μοιραστούν τις πληροφορίες που τους παρείχα με τους Τούρκους συναδέλφους τους, οι οποίοι θα μπορούσαν να διεξάγουν έρευνα για τον Saïd. Υπήρχε επίσης μεγάλη πίεση χρόνου: Τον Σεπτέμβριο του 2021 οι Ταλιμπάν είχαν καταλάβει το Αφγανιστάν και η συνεργασία με πολλές ξένες κυβερνήσεις είχε σταματήσει. Αν ο Saïd κατέφευγε στην πατρίδα του, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθεί.
Και αυτό ακριβώς συνέβη. Πριν προλάβει να εμπλακεί η τουρκική αστυνομία, ο Mohammed, με τον οποίο εξακολουθούσα να έχω επαφή, μου είπε ότι ο Saïd είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη. Με τον Saïd εξαφανισμένο, η έρευνα για τη δολοφονία ήταν και πάλι στον αέρα.
Όμως μια μέρα του Μαρτίου του 2022, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα. Ο Mirajuddin Osman είχε συλληφθεί και κρατούνταν σε μια φυλακή στη βορειοανατολική Ελλάδα. Μπορεί να μην ήταν το κλειδί που θα έλυνε την υπόθεση – είχα πλέον αποδεχτεί ότι ίσως να μην έλυνα ποτέ το μυστήριο – αλλά ήταν ένα σημαντικό κομμάτι αυτού του παζλ. Έστειλα αίτημα για συνέντευξη.
Οι αστυνομικοί που ερευνούσαν τις δολοφονίες θα έπρεπε να είχαν βρει τον Osman πολύ νωρίτερα – ή μάλλον για την ακρίβεια, θα έπρεπε να είχαν συνειδητοποιήσει ποιος είναι όταν τον είχαν πρωτοσυλλάβει, καθώς είχε ήδη πέσει στα χέρια τους μια φορά. Ο Osman είχε φύγει από την Τουρκία τον Δεκέμβριο του 2020. Ένας διακινητής του είχε υποσχεθεί να τον περάσει στη Βουλγαρία, αλλά κάτι πήγε στραβά στο σχέδιό τους και τελικά έφτασε στην Ευρώπη από την ίδια οδό που είχε ακολουθήσει η Fahima, η Farzana και η Rabiya δύο χρόνια πριν: μέσω του ποταμού Έβρου. Ο Osman έφτασε μέχρι τη Θεσσαλονίκη.
Στην Ελλάδα η αστυνομία πραγματοποιεί συχνά ελέγχους ρουτίνας σε ανθρώπους με χαρακτηριστικά αλλοδαπών, οι οποίοι πρέπει να προσκομίσουν τα χαρτιά τους και την άδεια παραμονής τους στη χώρα. Αν δεν τα έχουν – ενίοτε ακόμα κι αν τα έχουν – συλλαμβάνονται και κινδυνεύουν με απέλαση στην Τουρκία. Το κατά πόσο θα μπλέξει κάποιος με τις αρχές είναι θέμα της θεάς τύχης. Κάποιοι την έχουν με το μέρος τους, άλλοι όχι.
Και για ένα διάστημα ο Osman την είχε με το μέρος του. Δεν κράτησε πολύ αυτό, όμως. Οδηγήθηκε σε μια φυλακή της βόρειας Ελλάδας, όπου ελήφθη η φωτογραφία και τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Η σύλληψη θα μπορούσε να ρίξει άπλετο φως στην υπόθεση δολοφονίας, αλλά λόγω έλλειψης συντονισμού μεταξύ των υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, οι αρχές στην Αθήνα δεν είχαν ιδέα ότι ο βασικός τους ύποπτος ήταν κλεισμένος σε ένα κελί λίγα χιλιόμετρα πιο βόρεια. Μετά από πέντε μέρες ο Osman αφέθηκε ελεύθερος. Μέχρι να ενημερωθεί η αστυνομία Αθηνών για τη σύλληψή του, εκείνος είχε γίνει καπνός. Πιθανότατα είχε απορροφηθεί μέσα στον υπόκοσμο από όπου περνούν τόσοι και τόσοι μετανάστες. Θα κυλούσε άλλος ένας χρόνος μέχρι να εντοπιστεί στη Γερμανία από τις αρχές, οι οποίες διέταξαν την έκδοσή του στην Ελλάδα.
Όταν τον συνάντησα τον Μάρτιο του 2022, ο Osman ήταν έγκλειστος σε ένα κατάμεστο κίτρινο κελί στην Κομοτηνή, μια μικρή πόλη περίπου μια ώρα από τα τουρκικά σύνορα. Η Κομοτηνή φιλοξενεί σημαντική μουσουλμανική μειονότητα, ένα δημογραφικό κατάλοιπο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σήμερα η πόλη κατέχει μια θλιβερή πρωτιά στην Ελλάδα. Αποτελεί ταυτόχρονα ένα από τα φτωχότερα και πιο περιθωριοποιημένα μέρη της χώρας.
Όταν είδα τον Osman, σοκαρίστηκα από το πόσο λίγο έμοιαζε με τις φωτογραφίες που κοιτούσα επί τρία χρόνια. Το μόνο πράγμα που είχε διατηρηθεί από τη νεότητά του ήταν τα ολόισια, πυκνά μαλλιά του που εξακολουθούσαν να πέφτουν πλούσια πάνω στο μέτωπό του. Οι δοκιμασίες της ζωής είχαν χαραχτεί στο πρόσωπό του και είχαν σκληρύνει το βλέμμα του. Αν και ήταν γύρω στα είκοσι, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σαράντα.
Πίεσα το πλαστικό ακουστικό του τηλεφώνου στο αυτί μου για να ακούσω τον Osman να διηγείται τη δική του εκδοχή της ιστορίας πίσω από ένα μουντζουρωμένο τζάμι. Όταν πρωτοείδε τη Fahima, είχε μόλις περάσει την εφηβεία του. Τη γνώρισε λίγο μετά την άφιξή της στην Κωνσταντινούπολη, και οι συνθήκες έμοιαζαν ιδανικές: Η μητέρα του Osman, που ζούσε επίσης στην Κωνσταντινούπολη, είχε σχέσεις με την οικογένεια της Fahima στη Mazar-i-Sharif. Την πρώτη φορά που ο Osman είδε τη Fahima, εκείνη καθόταν στον καναπέ της μητέρας του, περιτριγυρισμένη και από τα πέντε παιδιά της και τον σύζυγό της. Τίποτα από αυτά δεν αποτελούσε εμπόδιο για τον Osman, όμως. Η Fahima, εκθαμβωτική, έλαμπε στα μάτια του σαν φωτεινή θεότητα.
Καθημερινά, ο Osman προσκυνούσε ευλαβικά στο βωμό της αγαπημένης του. «Ήταν η πρώτη φορά που ερωτεύτηκα», είπε με ένα αμυδρό χαμόγελο. «Ό,τι μου έλεγε η Fahima, το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη». Σύντομα, κάθε φορά που είχε λίγο ελεύθερο χρόνο, τον περνούσε με τη Fahima και τις δύο κόρες της, ξοδεύοντας τα λίγα χρήματα που έβγαζε δουλεύοντας επτά ημέρες την εβδομάδα σε ένα εργοτάξιο σε μικρά δώρα και κοινωνικές εξόδους. Ένιωθε κάτι να τον τραβάει στη Fahima: Ήταν όμορφη – αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο – αλλά αυτό που τον έλκυε ιδιαίτερα ήταν η έντονη προσωπικότητά της. Ήταν περήφανη και ήξερε τι ήθελε. Ήταν σαγηνευτική.
Όπως μου είπε, η Fahima δεν του έδινε κανένα λογαριασμό για τις προσωπικές της υποθέσεις. Όπως και ο Mohammed, ο Osman μου είπε ότι η Rabiya και ο Saïd είχαν παντρευτεί, αλλά ότι έμαθε για τον αρραβώνα τους μόλις την ημέρα του γάμου – η Fahima δεν του είχε πει απολύτως τίποτα μέχρι τότε. Ο γάμος ήταν μια τυπική, μικρή τελετή, με έναν μουλά να απαγγέλλει από το Κοράνι. Λίγο αργότερα η Rabiya με τη μητέρα και την αδελφή της, μετακόμισαν στο διαμέρισμα του Saïd στο Zeytinburnu.
Ο Osman ισχυρίστηκε ότι η Fahima δεν του είπε ποτέ ότι ήθελε να διαλύσει το γάμο του ζευγαριού. Δεν θυμάται να υπάρχει καμία διχόνοια – το ζευγάρι, μου είπε, ήταν «μια χαρά». Όταν ο Saïd έφευγε για να επισκεφθεί τις άλλες συζύγους του, ο Osman περνούσε τη νύχτα στο σπίτι τους. «Ήταν πάντα καλός μαζί μου», είπε ο Osman για τον Saïd.
Τον Οκτώβριο του 2018, ο Osman έλαβε ένα τηλεφώνημα από τη Fahima λίγο μετά τη λήξη της βάρδιάς του. «Φεύγουμε για Ευρώπη. Απόψε», του είπε. Εννοούσε ότι θα ερχόταν κι εκείνος μαζί. Ενδίδοντας πάντα στις επιθυμίες της, ο Osman πήγε στο σούπερ μάρκετ και πήρε μερικά πράγματα για το ταξίδι: ένα ψητό κοτόπουλο, λίγο σκληρό τυρί και μια φρατζόλα ψωμί. Όπως οι περισσότεροι μετανάστες, θα άφηναν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους πίσω τους.
Συναντήθηκε με τη Fahima, τη Rabiya και τη Farzana στο Zeytinburnu, και μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο μαζί με τον Saïd και τρεις από τους συνεργάτες του, συμπεριλαμβανομένου του ανιψιού που είχα γνωρίσει στην Κωνσταντινούπολη. Η διάθεση ήταν ανάλαφρη, θυμάται ο Osman. Ο Saïd και οι άνδρες του μιλούσαν παστού, μια γλώσσα που ο Osman δεν γνώριζε καλά, οπότε έστρεψε την προσοχή του στις γυναίκες. Ήταν ξετρελαμένες και οι τρεις. Μετά από πολλές προσπάθειες να περάσουν στην Ευρώπη, επιτέλους θα τα κατάφερναν – ήταν σίγουρες ότι το ταξίδι θα ήταν επιτυχές.
Ο Saïd δεν θα ερχόταν μαζί τους. Θα τις πήγαινε μόνο μέχρι τα σύνορα. Γιατί, όμως, να βοηθήσει ένας ισχυρός άνδρας την έφηβη νύφη του να περάσει παράνομα στην Ευρώπη, αντί να την κρατήσει κοντά του; Αυτό δεν παραξένεψε κανέναν στην παρέα; Αν ναι, ο Osman παρέλειψε να μου το πει, καθώς μου διηγούνταν την ιστορία του.
Η εμπειρία του Saïd στη διακίνηση ανθρώπων αποδείχθηκε χρήσιμη: Η αστυνομία δεν τους σταμάτησε βγαίνοντας από την Κωνσταντινούπολη, ενώ τρεις ώρες αργότερα η ομάδα κατάφερε να ξεγλιστρήσει, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους Τούρκους συνοριοφύλακες. Ο Saïd έκρυψε το αυτοκίνητο σε ένα σημείο και βγήκαν όλοι έξω. Έκανε κρύο και είχε σκοτάδι – μόνο το αχνό φως του φεγγαριού τους καθοδηγούσε. Αφού διένυσαν κάποια απόσταση, έφτασαν στον ποταμό Έβρο, όπου τους περίμενε μια μικρή φουσκωτή βάρκα. Ο Saïd και οι διακινητές κάθισαν στη μία πλευρά και οι γυναίκες με τον Osman στην άλλη. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν ανάλαφρη όπως στο αυτοκίνητο, είχε βαρύνει τώρα.
Μόλις διέσχισαν το ποτάμι, κατέβηκαν από τη βάρκα και τα πόδια τους βούλιαξαν στη λασπωμένη όχθη. Η Fahima, η Farzana και η Rabiya προχώρησαν μπροστά από τον Osman, τον Saïd και τους υπόλοιπους άνδρες. Συνέχισαν για είκοσι λεπτά, περπατώντας σε μια περιοχή γεμάτη με παρατηρητήρια, αστυνομικούς και περιπολικά. Ο τεράστιος κίνδυνος που διέτρεχαν θα πρέπει να βάρυνε το κάθε μουσκεμένο τους βήμα.
Ο Saïd ήξερε καλά να καλύπτει τα ίχνη του – τους κατεύθυνε όλους μέσα στο δάσος, και η ομάδα δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα. Τελικά, έφτασαν στα χωράφια του Νίκου Παπαχατζίδη. Ο Osman ισχυρίστηκε ότι τότε ήταν που η κατάσταση πήρε άλλη τροπή, καθώς εκείνος και οι γυναίκες συνειδητοποίησαν ότι ο πραγματικός κίνδυνος ήταν οι διακινητές.
Οι άνδρες σταμάτησαν και άνοιξαν ένα σακίδιο που κρατούσε ο ένας από αυτούς. Μέσα υπήρχαν δύο μαχαίρια με μαύρη λαβή και ένα σχοινί. Υπό την απειλή όπλων ανάγκασαν τις γυναίκες και τον Osman να παραταχθούν στη σειρά. Κατά τα λεγόμενα του Osman, οι άνδρες έδεσαν τα χέρια της Rabiya και της Fahima πίσω από την πλάτη τους, ενώ ο ίδιος ήταν δεμένος με την Farzana. Ο Osman δεν θυμάται να δίνουν καμία εξήγηση οι διακινητές γι’ αυτό που γινόταν. «Δεν ξέρω τι συνέβη με τον Saïd για να φτάσει σε σημείο να κάνει κάτι τέτοιο», μου είπε.
Ο Saïd τράβηξε πρώτα τη Fahima, είπε ο Osman, σέρνοντάς την αρκετά μέτρα, πριν της κόψει το λαιμό. Στη συνέχεια άρπαξε το μπουφάν της και από μέσα έβγαλε 2.400 ευρώ – τα χρήματα που είχε βάλει στην άκρη η Fahima για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Ο Osman είπε ότι είδε ένα μαχαίρι να αστράφτει και τη λεπίδα του να βυθίζεται στον τρυφερό λαιμό της Rabiya και μετά της Farzana. Οι γυναίκες ούρλιαζαν – έβγαζαν απελπισμένες, ζωώδεις κραυγές που αντηχούσαν στο δάσος, μέχρι που έπεσε σιωπή. Κανείς δεν τις άκουσε. Η ερημιά που μέχρι πριν λίγο ήταν πηγή ανακούφισης, τώρα φάνταζε καταχθόνια και φρικιαστική.
«Ψέλλισα τα τελευταία μου λόγια», μου είπε ο Osman, «νόμιζα ότι θα πέθαινα».
Αλλά δεν πέθανε.
«Γιατί δεν σε σκότωσε κι εσένα ο Saïd;» ρώτησα.
Ο Osman σκέφτηκε καλά-καλά πριν απαντήσει. Ο Saïd του χάρισε τη ζωή επειδή δεν είχε άλλες δυνάμεις μετά τη δολοφονία των τριών γυναικών, είπε τελικά.
Ήταν παρατραβηγμένο, όπως πολλά από όσα έλεγε ο Osman, ειδικά από τη στιγμή που ήταν παρόντες και οι μπράβοι του Saïd. Γιατί να μη δώσει εντολή σε έναν από αυτούς να σκοτώσει τον μάρτυρα των εγκλημάτων του; Ο Osman έξυσε το μέτωπό του και σκέφτηκε για λίγο. Ο ανιψιός του Saïd ήθελε να τον σκοτώσει, είπε τελικά, αλλά ο Saïd δεν το επέτρεψε.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ο Osman, επέστρεψε με τα πόδια στη βάρκα μαζί με τους άλλους άνδρες. Ο Saïd του είπε ότι αν δεν κρατούσε το στόμα του κλειστό, θα είχε την ίδια μοίρα με τη Fahima και τις κόρες της. Οι απειλές συνεχίστηκαν και αφού επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, ισχυρίστηκε ο Osman, γι’ αυτό και διέφυγε αργότερα στην Ευρώπη.
Ο Osman επέμεινε ότι δεν είχε καμία ανάμειξη στο έγκλημα – «είμαι αθώος», έλεγε ξανά και ξανά όσο συζητούσαμε. Παρόλα αυτά, είπε ότι ένιωθε υπεύθυνος για τον θάνατο της Fahima. «Κανείς δεν κατήγγειλε τον Saïd», μου είπε ο Osman. «Ήταν πολύ ισχυρός, και αν μιλούσα θα με σκότωνε. Αλλά τα βάζω με τον εαυτό μου που δεν πήγα στην αστυνομία».
Ένας φρουρός χτύπησε την πόρτα και φώναξε κάτι στα ελληνικά. Ο χρόνος που μου είχε δοθεί για τη συνέντευξη – κάτι παραπάνω από μία ώρα – είχε λήξει. Με οδήγησαν έξω από τη φυλακή. Καθώς ανοιγόκλεισα τα μάτια κοιτώντας τον δυνατό απογευματινό ήλιο, σκέφτηκα όλα όσα μου είχε πει ο Osman και όλα όσα δεν μου είχε πει. Η ιστορία του ήταν γεμάτη κενά, αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο τι τα προκαλούσε: οι ενοχές, η δειλία ή κάτι πιο σκοτεινό;
Είτε έπαιξε ρόλο ο Osman στις δολοφονίες είτε ήταν απλώς θεατής, όπως ισχυριζόταν, το κίνητρο του εγκλήματος παρέμενε άγνωστο. Υποθέτοντας ότι ο δράστης ήταν ο Saïd, προσπάθησα να σκεφτώ τα πιο πιθανά σενάρια. Η νεκροψία της Rabiya έδειξε ότι δεν είχε έρθει σε σεξουαλική επαφή. Μήπως είχε αρνηθεί να ολοκληρώσει τον γάμο, εξοργίζοντας τον Saïd; Ίσως η Rabiya παρακάλεσε τη μητέρα της να την απαλλάξει από έναν γάμο που δεν ήθελε και η Fahima να υποχώρησε: Θα πήγαιναν στην Ευρώπη και δεν θα ξανακοίταζαν ποτέ πίσω τους. Ωστόσο, θα χρειαζόντουσαν τη βοήθεια του Saïd για να περάσουν τα σύνορα. Ίσως τον διαβεβαίωσαν ότι η Rabiya θα παρέμενε πιστή αφού έφτανε στην Ευρώπη και ότι ο Saïd θα μπορούσε να την επισκέπτεται, όπως έκανε και με τις άλλες συζύγους του. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο Saïd, που δεν ήταν καθόλου ανόητος, θα υποψιαζόταν την αλήθεια – ότι η Rabiya δεν σκόπευε να τον ξαναδεί. Ίσως είχε διαβάσει τα μηνύματα στο κοινό τηλέφωνο των γυναικών, όπου η Rabiya έλεγε σε μια φίλη της ότι δεν ήθελε να είναι μαζί του, ή μπορεί να είχε κρυφακούσει τη Fahima να λέει στη Hadila ότι η σχέση θα τελείωνε.
Όπως και να έχει, η επιθυμία της Rabiya για μια νέα ζωή στην Ευρώπη ίσως να έκανε τον Saïd να θέλει να την εκδικηθεί σε ένα μέρος όπου ήξερε ότι μπορούσε να τη γλιτώσει – σε μια ξένη χώρα όπου τα πτώματα μεταναστών είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Αφού τελείωνε, θα περνούσε και πάλι τα σύνορα, ξεγλιστρώντας πίσω. Ήταν ένα περίτεχνο δολοφονικό σχέδιο, αλλά όχι αδύνατον να πραγματοποιηθεί.
Ή ίσως οι δολοφονίες να μην ήταν προσχεδιασμένες. Ίσως οι γυναίκες να είπαν ή να έκαναν κάτι μόλις διέσχισαν τον Έβρο. Κάτι το οποίο οι διακινητές θεώρησαν ως θανάσιμο αδίκημα. Υπήρχαν πολλά άλλα σενάρια που θα μπορούσαν να «ντύσουν» τη θολή εικόνα που είχα καταφέρει να συνθέσω. Η πλήρης αλήθεια, όμως, ήταν αδύνατο να αποκρυσταλλωθεί και οι μοναδικοί άνθρωποι που θα μπορούσαν να με βοηθήσουν να φτάσω σε αυτή ήταν είτε απρόθυμοι να μιλήσουν, είτε φυγάδες, είτε νεκροί.
Οι πιθανότητες να εξιχνιαστούν οι δολοφονίες τριών μεταναστριών που διαπράχθηκαν κατά μήκος των πιο αδυσώπητων συνόρων του κόσμου ήταν απειροελάχιστες. Η Τσιριγώτη έψαχνε βελόνες σε γεωπολιτικά άχυρα. Το ίδιο έκανα κι εγώ.
Μέχρι και τη στιγμή της σύνταξης αυτού του κειμένου, ο Osman ήταν προφυλακισμένος ως ύποπτος για συμμετοχή στις δολοφονίες. Η υπόθεση βρίσκεται πλέον στα χέρια των αρμόδιων ανακριτικών αρχών (οι οποίες αρνήθηκαν να μου δώσουν πληροφορίες για το ρεπορτάζ) και η δικογραφία ήδη ετοιμάζεται. Ο Osman είναι πιθανό να οδηγηθεί ενώπιον δικαστηρίου το επόμενο έτος. Ακόμα και μια ενδεχόμενη καταδίκη του, όμως, θα απείχε πολύ από την αληθινή απόδοση δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με αστυνομική πηγή, οι ελληνικές αρχές έχουν εκδώσει ένταλμα σύλληψης για τον Saïd, ενώ επίκειται και η έκδοση διεθνούς εντάλματος σύλληψης σε βάρος του από την Ιντερπόλ. Ο Mohammed μου είπε ότι από τότε που συνάντησα τον Saïd τον Αύγουστο του 2021, εκείνος είχε επισκεφτεί την Τουρκία τουλάχιστον δύο φορές. Μακάρι να συνεργάζονταν η ελληνική και η τουρκική αστυνομία. Μακάρι κάποιος να έβρισκε τον Saïd και να τον ανέκρινε, ή να έβρισκε τον ανιψιό του, αυτόν που είχα συναντήσει στο κατάστημα hawala και που ο Osman ισχυρίστηκε ότι ήταν παρών στις δολοφονίες. Μακάρι να μην είχε χαθεί η άκρη του νήματος που συνέθετε την ιστορία αυτών των γυναικών.
Η φύση της δουλειάς των δημοσιογράφων, φυσικά, είναι τέτοια που οφείλουν να είναι σε θέση να διαχειρίζονται τέτοια μπλεγμένα νήματα και να μάθουν να ζουν με την ύπαρξή τους. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο όταν αφηγείσαι ιστορίες για τις ζοφερές αλυσιδωτές αντιδράσεις που έπονται ενός πολέμου. Όπως γνώριζε η Ζαχαρούλα Τσιριγώτη όταν ξεκίνησε την έρευνά της, οι πιθανότητες να εξιχνιαστούν οι δολοφονίες τριών μεταναστριών που διαπράχθηκαν κατά μήκος των πιο αδυσώπητων συνόρων του κόσμου ήταν απειροελάχιστες. Η Τσιριγώτη έψαχνε βελόνες σε γεωπολιτικά άχυρα. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Ίσως αυτή η ιστορία να ήταν εξ αρχής καταδικασμένη να καταλήξει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στην απογοήτευση.
Κομμάτια, όμως, του κουβαριού αυτής της ιστορίας – μεγάλα κομμάτια μάλιστα – έχουν ξετυλιχθεί μέσα στα τέσσερα και πλέον χρόνια που μεσολάβησαν από το θάνατο των γυναικών. Ακολουθώντας τα νήματα αυτά, αποκαλύπτονται τρεις ζωές που διαμορφώθηκαν εν μέρει από περιστάσεις πέρα από τον έλεγχο οποιουδήποτε ανθρώπου. Τρεις ζωές που, παρ’ όλα αυτά, βιώθηκαν με αγάπη, ελπίδα και δύναμη. Ζωές που «κόπηκαν» στις παρυφές της Ευρώπης, ανάμεσα σε 25.000 άλλες που είχαν την ίδια μοίρα την τελευταία δεκαετία. Ζωές που, σε αντίθεση με τόσους άλλους νεκρούς, μπορούν να γίνουν γνωστές, να τιμηθούν, να μείνουν στη μνήμη μας.
Έξω από την Αλεξανδρούπολη, υπάρχει ένα μικρό νεκροταφείο για τους μετανάστες που έφτασαν στην Ευρώπη μόνο για να πεθάνουν. Βρίσκεται σε ένα οικόπεδο που ανήκει στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, αν και οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που είναι θαμμένοι εκεί πέρασαν τη ζωή τους προσευχόμενοι σε έναν διαφορετικό θεό από αυτόν που λατρεύουν οι πιστοί της ορθοδοξίας. Τα πτώματα που βρέθηκαν στον πυθμένα του Έβρου, σε συντρίμμια αυτοκινήτων στην εθνική οδό για Θεσσαλονίκη ή σε παγωμένα σε χωράφια αγροτών θάβονται κάτω από λόφους χώματος που καλύπτονται απλά από ταφόπετρες, η καθεμία από τις οποίες φέρει έναν μοναδικό αύξοντα αριθμό. Έξω από την Κομοτηνη*, υπάρχει ένα μικρό μουσουλμανικο νεκροταφείο που άνοιξε προσφατα ξανά για τα ταυτοποιημένα σώματα των πιστων που φτανουν στην Ευρώπη μόνο για να πεθάνουν. Βρίσκεται σε ένα οικόπεδο που ανήκει στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, αν και οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που είναι θαμμένοι εκεί πέρασαν τη ζωή τους προσευχόμενοι σε έναν διαφορετικό θεό από αυτόν που λατρεύουν οι πιστοί της ορθοδοξίας. Τα πτώματα που βρέθηκαν στον πυθμένα του Έβρου, σε συντρίμμια αυτοκινήτων στην εθνική οδό για Θεσσαλονίκη ή σε παγωμένα χωράφια αγροτών, θάβονται κάτω από λόφους χώματος που καλύπτονται απλά από ταφόπετρες, η καθεμία από τις οποίες φέρει έναν μοναδικό αύξοντα αριθμό. Στη μέση του οικοπέδου υπάρχουν τρεις τάφοι με τα ονόματα των νεκρών σκαλισμένα καθαρά στην πέτρα.
Fahima. Rabiya. Farzana.
*Αυτή η ιστορία έχει διορθωθεί για να διευκρινιστεί η τοποθεσία και η φύση του νεκροταφείου.