Από τον Αντώνη Γαλανόπουλο, Υποψήφιο διδάκτορα, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ
Σε μια προεκλογική περίοδο, πλήθος από πολιτικές έννοιες εισέρχονται με ένταση στη δημόσια συζήτηση. Συχνά οι έννοιες αυτές χρησιμοποιούνται ασαφώς, χωρίς να ορίζονται και συνοδεύονται από στερεοτυπικά σχήματα. Δυο τέτοιες έννοιες που ήδη έχουν αρχίσει να εμφανίζονται έντονα στην ελληνική δημόσια σφαίρα είναι ο λαϊκισμός και η πόλωση. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τις έννοιες αυτές από τις φορτισμένες συνδηλώσεις τους στον καθημερινό λόγο.
Τα χρόνια ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού οδήγησαν στην ιδέα της πολιτικής χωρίς ουσιαστική αντιπαράθεση. Το δόγμα της εποχής συμπυκνωνόταν στο γνωστό αρκτικόλεξο T.I.N.A.: δεν υπάρχει εναλλακτική. Οι διαφορές των μεγάλων κομματικών σχηματισμών της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς άρχισαν να μειώνονται. Η «συναίνεση» αναδείχθηκε σε υψηλό ιδανικό. Η πολιτική μετατράπηκε σε διαχείριση, ο ρόλος της τεχνοκρατίας εξιδανικεύτηκε ενώ η συμμετοχή και δράση του λαϊκού παράγοντα άρχισε να περιορίζεται με τον πολίτη να γίνεται σταδιακά θεατής του πολιτικού θεάματος. Αυτή είναι η συνθήκη που διάφοροι θεωρητικοί διεθνώς έχουν αποκαλέσει μεταδημοκρατία ή/και μεταπολιτική (Κράουτς, Ρανσιέρ, Μουφ). Μια τέτοια προσέγγιση παραγνωρίζει την εγγενή ανταγωνιστική διάσταση της πολιτικής. Η ιδέα ότι αυτή η διάσταση μπορεί να εξαφανιστεί εντελώς εγκυμονεί με τη σειρά της κινδύνους: κρίση αντιπροσώπευσης, ενίσχυση της πολιτικής παθητικότητας και της αποχής, επιστροφή καταπιεσμένων παθών. Η δημοκρατική πολιτική απαιτεί την επιλογή μεταξύ εναλλακτικών. Η σύγκρουση μεταξύ εναλλακτικών δίνει τη δυνατότητα για δημοκρατική έκφραση και εκπροσώπηση των συλλογικών πολιτικών ταυτοτήτων, συμφερόντων και συναισθημάτων.
Από την άλλη, η πόλωση μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για την ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης και δυνητικά και της δημοκρατίας όταν οδηγεί σε δυο κλειστές φούσκες (bubbles), δυο παράλληλους κόσμους που κινούνται παράλληλα και δεν συναντώνται ποτέ. Λίγες ημέρες μετά τις προεδρικές εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ, ο Μπρούνο Λατούρ είχε μιλήσει για τις δυο μη ρεαλιστικές, ουτοπικές φούσκες της αμερικάνικης κοινωνίας:
«Βρισκόμαστε, λοιπόν, με τις χώρες μας χωρισμένες στα δύο, με το κάθε μισό να γίνεται ολοένα και λιγότερο ικανό να αντιληφθεί τη δική του πραγματικότητα, πόσο μάλλον αυτή της άλλης πλευράς».
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η πόλωση μπορεί να περιορίσει την πολυφωνία, περιθωριοποιώντας εναλλακτικές απόψεις ή ενδιάμεσες πολιτικές στάσεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου καλλιεργείται και ο φανατισμός, παρατηρείται το φαινόμενο της εκλογικής συμπίεσης των μικρότερων κομμάτων. Σε συνθήκες οξείας πόλωσης δυο πολιτικές θέσεις παρουσιάζονται ως απολύτως ασυμβίβαστες και αλληλο-αποκλειόμενες με τον καθέναν και την καθεμιά να καλείται να διαλέξει ανάμεσα σε αυτές τις δυο θέσεις μονάχα. Ο κίνδυνος εδώ είναι η αμφισβήτηση της νομιμότητας της ύπαρξης και της πολιτικής θέσης του αντιπάλου.
Μια κοινωνία χρειάζεται να βρει τρόπους για να οικοδομήσει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή η ανταγωνιστική διάσταση θα εκφράζεται δημοκρατικά και παραγωγικά. Η Σαντάλ Μουφ περιγράφει αυτό το πλαίσιο ως αγωνισμό [agonism]. Δυο σημαντικά στοιχεία αυτού του πλαισίου είναι η αποδοχή και ο σεβασμός των αξιών και αρχών της δημοκρατίας και η αναγνώριση της νομιμότητας των πολιτικών αντιπάλων.
Οι πολιτικές συλλογικές ταυτότητες δημιουργούνται στη βάση διαιρέσεων. Η ταυτότητα βασίζεται στη διαφορά. Ο λαϊκισμός μπορεί να ιδωθεί ως μια τέτοια στρατηγική δια του λόγου οικοδόμησης του συλλογικού υποκειμένου λαός. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να αφήσουμε στην άκρη την «κοινή γνώση» για το τι είναι ο λαϊκισμός. Ο λαϊκισμός δεν είναι το χάϊδεμα των αυτιών των ψηφοφόρων, τα ψέματα ή οι υποσχέσεις, όπως συνηθίζεται να λέμε σε προεκλογικούς περιόδους. Υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν αυτές τις πρακτικές, λέξεις όπως η χειραγώγηση ή η δημαγωγία.
Παρότι υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να ορίσει κανείς τον λαϊκισμό, οι περισσότερες κατευθύνσεις συγκλίνουν ότι για να μιλήσουμε για λαϊκισμό χρειαζόμαστε δυο στοιχεία: α) τον λαο-κεντρισμό και β) τον αντι-ελιτισμό.
Μια προσέγγιση που μας προσφέρει έναν τρόπο για την κατανόηση και ανάλυση του λαϊκισμού με έναν αφαιρετικό κι ουδέτερο τρόπο είναι αυτή που πρωτοδιατυπώθηκε από τον Ερνέστο Λακλάου. Η προσέγγιση αυτή κατανοεί τον λαϊκισμό ως έναν λόγο [discourse], ως μια συγκεκριμένη πολιτική λογική. Ο λαϊκισμός είναι ένας τρόπος άσκησης πολιτικής που συνίσταται στην οικοδόμηση του λαϊκού υποκειμένου και την χάραξη ενός συνόρου μεταξύ του «λαού» και των «ελίτ». Ως τέτοιος μπορεί να προέλθει από οποιοδήποτε σημείο του πολιτικού φάσματος και να λάβει διάφορες ιδεολογικές μορφές.
Συνηθίζεται να πιστεύουμε ότι ο λαϊκισμός χρησιμοποιείται μόνο σε προεκλογικές περιόδους ή σε περιόδους κρίσης. Παρότι οι λαϊκιστικές κινητοποίησεις συνδέονται με συνθήκες κρίσης –με μια υλική, αντικειμενική κρίση ή με την αίσθηση μιας κρίσης- και σίγουρα δεν αναδύονται μέσα σε ένα κενό, δεν υπάρχει τίποτα που αναγκαστικά ή εγγενώς τις περιορίζει σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Ως στρατηγική του λόγου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί προεκλογικά από διάφορα κόμματα. Δεν ανάγεται, όμως, αποκλειστικά σε απλό εργαλείο της εκλογικής μηχανής ενός κόμματος. Άλλωστε, η ιδέα ότι δεν μπορεί να υπάρξει «λαϊκισμός στην εξουσία» διαψεύστηκε τα τελευταία χρόνια σε διάφορες γωνιές του πλανήτη.
Η κυριαρχία και η πίεση του θετικισμού στις κοινωνικές επιστήμες, όπως και -σε δεύτερο βαθμό- η μεσολάβηση της δημοσιογραφικής σφαίρας, μετατρέπουν σε αρκετές περιπτώσεις την ανάγκη κατανόησης ενός φαινομένου στην ανάγκη μέτρησής του. Φυσικά, οι ποσοτικές μέθοδοι στις κοινωνικές επιστήμες είναι χρήσιμες. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να μετρήσουμε τον λαϊκισμό ή την πόλωση σε μια κοινωνία με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσαμε να μετρήσουμε τη θερμοκρασία μιας μέρας ή τα χιλιοστά της βροχής. Έχοντας ως υπόβαθρο μια λογο-θεωρητική προσέγγιση, που δε βλέπει τον λόγο απλά ως ισοδύναμο της γλώσσας αλλά αναγνωρίζει την επιτελεστική του διάσταση, θα προτείναμε ως μέθοδο προσέγγισης την ανάλυση λόγου. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαμε να εξετάσουμε αν ένας λόγος είναι λαϊκιστικός ή όχι και εάν ένας λόγος δομείται ανταγωνιστικά και τι είδους χαρακτηριστικά δίνει σε αυτόν τον ανταγωνισμό. Ο συνδυασμός ποιοτικών και ποσοτικών μεθόδων μπορεί να ενισχύει τα αποτέλεσμα μιας τέτοιας μελέτης για βαθύτερη κατανόηση των υπό εξέταση φαινομένων, πέρα από στερεοτυπικές αντιλήψεις ή απλούς αριθμούς.