Από τον Gavin Rees, Ανώτερο σύμβουλο κατάρτισης και καινοτομίας στο Dart Center
Μερικές φορές με ρωτούν ποιο είναι το βασικότερο πράγμα που πρέπει να έχει κατά νου ένας δημοσιογράφος όταν παίρνει συνεντεύξεις από επιζώντες βίας ή τραγικών περιστατικών. Η απάντηση φυσικά είναι περίπλοκη, ωστόσο αν έπρεπε να περιοριστώ σε μία μόνο πρόταση, θα έλεγα στους δημοσιογράφους ότι το πρώτο βήμα είναι να συνειδητοποιήσουν ότι, εκτός από επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης, ταυτόχρονα έχουν και τον ρόλο επαγγελματία που ειδικεύεται σε ψυχικά τραύματα.
Ίσως αυτό να μην είναι ξεκάθαρο σε μια πρώτη ανάγνωση, γι’ αυτό και θα επανέλθουμε αφού συνοψίσουμε κάποια βασικά στοιχεία για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων.
Οι άνθρωποι συνήθως βιώνουν το τραύμα ως απώλεια ελέγχου. Η βία, οι τραυματισμοί και οι παραβιαστικές συμπεριφορές μπορούν να αποδυναμώσουν το άτομο. Δυστυχώς, όμως, οι τακτικές που συνήθως διδάσκονται στις σχολές δημοσιογραφίας για συνεντεύξεις σε πολιτικούς και άλλα ισχυρά δημόσια πρόσωπα δεν έχουν εφαρμογή όταν το υποκείμενο είναι πιο ευάλωτο.
Σε αυτή την περίπτωση, η αντιμετώπιση θα πρέπει να είναι πολύ διαφορετική και οι δημοσιογράφοι οφείλουν να υιοθετούν μια πιο ανοιχτή και λιγότερο βίαιη προσέγγιση. Το ερώτημα που πρέπει να θέτουν στον εαυτό τους είναι «ποια είναι τα πράγματα που είναι σε θέση να μοιραστεί ο/η συνεντευξιαζόμενός/ή μου;» και όχι «ποια είναι τα πράγματα που πρέπει να πει;»
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αποφύγουμε να αγγίξουμε δύσκολα και επώδυνα θέματα. Η πολιτική βία, ο πόλεμος, η ιατρική αμέλεια, το βίαιο έγκλημα, τα δεινά που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες – όλα αυτά είναι περίπλοκες ιστορίες με πολλά συνακόλουθα που απαιτούν μεγάλη προσοχή.
Τα θύματα και οι επιζώντες συχνά θέλουν να μιλήσουν για αυτά τα ζητήματα, σε αντίθεση με αυτό που θα περίμεναν πολλοί. Οι άνθρωποι πολλές φορές έχουν την ανάγκη να ακουστούν. Ωστόσο, αυτό θα πρέπει να είναι δική τους επιλογή. Είναι δική τους η ιστορία, άλλωστε.
Αυτό καθιστά την συναίνεση βασικό παράγοντα. Οφείλουμε να βεβαιωνόμαστε (όσο το δυνατόν περισσότερο) ότι ένα ευάλωτο άτομο κατανοεί τι υπογράφει, όταν συμφωνεί να παραχωρήσει μια συνέντευξη.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, ιδιαίτερα όταν βιώνουν μια κρίση, δεν κατανοούν πλήρως τους τρόπους με τους οποίους ενδέχεται να διαμορφωθεί και να χρησιμοποιηθεί η συνέντευξή τους. Αφιερώνοντας, λοιπόν, λίγο επιπλέον χρόνο για να τους το εξηγήσετε, μπορείτε να τους βοηθήσετε να μην αισθανθούν ότι έχουν πέσει θύματα εκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα, αυτό μπορεί να έχει αντίκτυπο και στην ποιότητα της ίδιας της συνέντευξης, καθώς το άτομο ενδέχεται να είναι πρόθυμο να μοιραστεί περισσότερα πράγματα.
Ένας βασικός ηθικός κανόνας είναι ο εξής: πρέπει πάντα να βλέπετε τον άνθρωπο πριν από την ιστορία του. Επίσης, καλό θα είναι να παραχωρείτε κάποιον έλεγχο της διαδικασίας στους ανθρώπους με τους οποίους μιλάτε – οφείλετε να δείξετε κατανόηση για όσα έχουν περάσει. Μην αντιμετωπίζετε τους ανθρώπους ως υποκείμενα που καθορίζονται από τις χειρότερες στιγμές τους. Έτσι, θα καταφέρετε να δημιουργήσετε έναν χώρο μέσα στον οποίο οι άνθρωποι θα αισθανθούν πιο άνετα να μοιραστούν τις εμπειρίες τους.
Υπάρχουν επίσης διάφορα ενημερωτικά φυλλάδια που μπορούν να διαβάσουν οι δημοσιογράφοι πριν από μια συνέντευξη, τα οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμα, καθώς παρέχουν λεπτομερείς συμβουλές, προσφέρουν καθοδήγηση ως προς τους τρόπους προσέγγισης των συνεντευξιαζόμενων, εξετάζουν το ζήτημα της διαχείρισης των ορίων και αναλύουν ποια είδη ερωτήσεων είναι περισσότερο ή λιγότερο παραγωγικά.
Οι τυποποιημένες συμβουλές, ωστόσο, μπορούν να βοηθήσουν μέχρι ενός σημείου. Δεν υπάρχει κάποια στρατηγική που να λειτουργεί εγγυημένα σε κάθε περίπτωση. Η πραγματικότητα πάντα είναι απρόβλεπτη. Για να καταφέρει, λοιπόν, ένας δημοσιογράφος να ανταποκριθεί σωστά απέναντι στο τραύμα, απαιτείται ευελιξία – οφείλει να προσαρμόζει την προσέγγιση που θα υιοθετήσει σε κάθε περίπτωση που συναντά.
Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που βελτιώνεται με την εμπειρία στο ρεπορτάζ και με την απόκτηση γνώσεων που επιτρέπουν μια συνολικότερη κατανόηση του τραύματος και του τρόπου με τον οποίο επηρεάζει τους ανθρώπους σε διαφορετικές ηλικίες και καταστάσεις ζωής.
Επανερχόμαστε, έτσι, στην εισαγωγή αυτού του κειμένου, όπου υπογραμμίσαμε τη σημασία του να βλέπει ο δημοσιογράφος τον εαυτό του τόσο ως επαγγελματία των μέσων ενημέρωσης όσο και ως έναν εν είδει επαγγελματία που ειδικεύεται σε ψυχικά τραύματα.
Εδώ θα πρέπει να πούμε, όμως, ότι η σύνδεση της λέξης «τραύμα» με ένα συγκεκριμένο επάγγελμα μπορεί να εγείρει αρνητικά συναισθήματα. Οι άνθρωποι συνήθως υποθέτουν ότι η συγκεκριμένη λέξη αφορά σε μακροχρόνια προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως η διαταραχή μετατραυματικού στρες.
Παρόλο που αυτό ισχύει σε ορισμένες περιπτώσεις, η αποκλειστική επικέντρωση στο τραύμα ως ζήτημα ψυχικής υγείας δεν είναι πάντα η πιο χρήσιμη προσέγγιση, καθώς έτσι οι δημοσιογράφοι ενδέχεται να παραβλέψουν ευρύτερα ζητήματα που συμπληρώνουν τη συνολική εικόνα.
Η επιστήμη του τραύματος είναι ένας τομέας έρευνας και πρακτικής που προσπαθεί να κατανοήσει το φάσμα των επιπτώσεων και των συνεπειών που μπορεί να έχει η έκθεση σε επιθέσεις, τραυματισμούς, θανάτους και άλλες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης σε οποιοδήποτε μέλος της κοινωνίας.
Οι δημοσιογράφοι σίγουρα δεν είναι ψυχοθεραπευτές και ο ρόλος τους δεν είναι να θεραπεύσουν τον κόσμο. Οι επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης δεν χρειάζεται να αποκτήσουν εξειδικευμένες γνώσεις πάνω σε θέματα στα οποία ειδικεύονται οι γιατροί και οι ειδικοί κοινωνικοί λειτουργοί.
Παρόλα αυτά, οι καθημερινές ειδήσεις αφορούν σε τεράστιο βαθμό περιστατικά βίας, τραυματισμών, ανθρώπινης απώλειας, σεξουαλικών επιθέσεων και απειλητικών καταστάσεων.
Αυτό σημαίνει ότι οι δημοσιογράφοι συχνά εκτίθενται έμμεσα (και μερικές φορές άμεσα) στη βία και την απειλή.
Στο παρελθόν, οι δημοσιογράφοι είχαν την τάση να βλέπουν τους εαυτούς τους ως αποστασιοποιημένους παρατηρητές. Υποτίθεται ότι με κάποιο τρόπο έπρεπε να αντιμετωπίζουμε τα πάντα ως «εξωτερικός φακός» χωρίς να επηρεαζόμαστε. Η αλήθεια είναι ότι αυτό μπορεί να βοηθήσει στο στάδιο της συγγραφής και της ανάλυσης, όχι όμως σε προσωπικό επίπεδο.
Η πανδημία, η δυσκολία στην κάλυψη του προσφυγικού και των μεταναστευτικών ροών στη Μεσόγειο, καθώς και η αύξηση της πόλωσης και του διαδικτυακού μίσους, καταδεικνύουν το γεγονός ότι η στενή επαφή με την απειλή και την τραγωδία μπορεί να επηρεάσει συναισθηματικά τους δημοσιογράφους.
Το κλειδί εδώ είναι η αντίληψη. Η βαθιά κατανόηση των διεργασιών που λαμβάνουν χώρα όταν απειλούμαστε και των διαφορετικών αντιδράσεων που έχουμε απέναντι στο άγχος και τη θλίψη που προκύπτουν από την έκθεση σε τραυματικές εικόνες και τη συμμετοχή σε δύσκολες αποστολές. Η κατανόηση αυτή μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στον μετριασμό των επιπτώσεων.
Αυτός είναι άλλος ένας τομέας στον οποίο οι δημοσιογράφοι μπορούν να μάθουν πολλά από τους κλινικούς γιατρούς, οι οποίοι γνωρίζουν καλά ότι η αυτοφροντίδα αποτελεί ένα σημαντικό ηθικό και επαγγελματικό καθήκον και κατανοούν ότι όσο αυξάνεται η εξάντληση και η κούραση ενός ατόμου, τόσο ελαττώνεται η ικανότητά του να εργαστεί αποτελεσματικά.
Κλείνοντας, η συμβουλή μου προς κάθε δημοσιογράφο που κάνει τα πρώτα του βήματα σε αυτή τη δουλειά είναι να καλύψει πρώτα τις βασικές αρχές. Μπορείτε να ξεκινήσετε διαβάζοντας απλά φυλλάδια με συμβουλές και συζητώντας με συναδέλφους που σέβεστε. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να θυμάστε ότι κάνετε μια δέσμευση που θα σας ακολουθεί σε όλη σας την επαγγελματική πορεία, ότι το πεδίο στο οποίο εργάζεστε, προϋποθέτει έρευνα σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο και ότι οι γνώσεις που θα προσκομίσετε πάνω σε αυτό το ζήτημα αποτελούν ένα σημαντικό υποσύνολο της δημοσιογραφίας.
Όσο βαθύτερα κατανοεί κανείς την αντίδραση των ανθρώπων σε μια τραγωδία, τόσο καλύτερες επιλογές μπορεί να κάνει ώστε να εξασφαλίσει ένα ακριβές και εύστοχο ρεπορτάζ, με οφέλη που αφορούν κάθε στάδιο της διαδικασίας – τον σχεδιασμό, τις συνεντεύξεις, τη συγγραφή και την προσωπική μας ζωή μετά το πέρας της δουλειάς.