Η δημοσιογραφία στην παραγωγή ενός ντοκιμαντέρ για το περιβάλλον
Ο δημιουργός ντοκιμαντέρ, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης Γιώργος Αυγερόπουλος παρέδωσε masterclass την Παρασκευή 17 Ιουνίου, στην Αγία Άννα, με τίτλο «Η δημοσιογραφία στην παραγωγή ενός ντοκιμαντέρ για το περιβάλλον», στο πλαίσιο του Evia Film Project και σε διοργάνωση του iMEdD.
Στην αρχική του τοποθέτηση, ο Γιώργος Αυγερόπουλος αναφέρθηκε στον ιδιαίτερο χαρακτήρα των περιβαλλοντικών ντοκιμαντέρ, τα οποία συμπυκνώνουν και εμπεριέχουν πολλά διαφορετικά στοιχεία. «Κάθε περιβαλλοντικό ζήτημα είναι εξ ορισμού πολιτικό, με διαστάσεις κοινωνικές, οικονομικές και πολύ συχνά ιστορικές. Το ζητούμενο σε κάθε ντοκιμαντέρ, όχι μόνο περιβαλλοντικής θεματικής, είναι η σωστή χρήση της δημοσιογραφίας, η οποία προφυλάσσει τους δημιουργούς από ανεπιθύμητες περιπέτειες, ιδίως στο νομικό σκέλος. Προτού προχωρήσουμε, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τόσο το iMEdD, έναν φορέα με τον οποίο έχουμε αναπτύξει στενή συνεργασία τα τελευταία χρόνια, όσο και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που ανέλαβε τη διοργάνωση του Evia Film Project, μιας πρωτοβουλίας την οποία θεωρώ εξαιρετική», ανέφερε σχετικά.
Στη συνέχεια, ο κ. Αυγερόπουλος μίλησε για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να λειτουργήσει η δημοσιογραφία ως εργαλείο στην παραγωγή ντοκιμαντέρ, δίνοντας έμφαση στη σημασία της σωστής ποσόστωσης ανάμεσα στο δημοσιογραφικό και το αισθητικό σκέλος. «Ο στόχος μας δεν είναι άλλος από το να δημιουργήσουμε ένα οπτικοακουστικό έργο που να διαθέτει αρχή, μέση και τέλος, να έχει αντίκτυπο και να επιτυγχάνει συνθέσεις και εξάρσεις, γεννώντας αισθήματα και μένοντας μακριά από λαϊκισμούς. Ο πρώτος κανόνας προς αυτή την κατεύθυνση είναι η αυστηρή προσήλωση στα γεγονότα. Από εκεί και έπειτα, ο δημιουργός οφείλει να μην υποκύπτει στον πειρασμό του προσωπικού σχόλιου, να αφήσει κάθε άποψη να εκφραστεί, ακόμη και αυτές με τις οποίες διαφωνεί κάθετα, και να αποφεύγει τα συμπεράσματα που δεν μπορεί να αποδείξει με αδιάσειστα στοιχεία», εξήγησε χαρακτηριστικά.
Αμέσως μετά, θέλοντας να τονίσει τον κομβικό ρόλο της εντατικής προετοιμασίας πριν το στάδιο της παραγωγής, μοιράστηκε με το κοινό τις εμπειρίες του από το ντοκιμαντέρ Δέλτα – Οι Βρώμικες Δουλειές του Πετρελαίου (2006), το οποίο είχε αποσπάσει επτά βραβεία. «Αναλογιστείτε ότι για το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ εργαστήκαμε πυρετωδώς στο σκέλος της προκαταρκτικής έρευνας για έναν ολόκληρο χρόνο, ενώ το γύρισμα διήρκησε μόλις δύο εβδομάδες. Μία από τις πιο δύσκολες εμπειρίες μου ήταν η επικοινωνία με τους αντάρτες του MEND (Movement for the emancipation of the Niger Delta – Κίνημα για τη χειραφέτηση του Δέλτα του Νίγηρα), οι οποίοι συνηθίζουν να απαγάγουν δημοσιογράφους και στελέχη πετρελαϊκών εταιρειών. Στη διάρκεια των γυρισμάτων, είχαν νοικιάσει δωμάτια ακριβώς δίπλα μας και μας υπέβαλαν σε καθημερινές ανακρίσεις για τρεις μέρες, προσπαθώντας να καταλάβουν αν δουλεύουμε για λογαριασμό της Shell. Σε κάποια στιγμή, βρεθήκαμε σε ένα αυτοκίνητο στις 4 το βράδυ, το οποίο μας μετέφερε σε ένα ταχύπλοο. Τα χαράματα, βρεθήκαμε να πλέουμε στον Νίγηρα, όπου συναντήσαμε μια άλλη ομάδα ανδρών που πυροβολούσαν στον αέρα για να σταματήσουμε. Δεν γνωρίζαμε αν η διαδρομή μας θα καταλήξει σε γύρισμα ή σε απαγωγή. Ενίοτε, όμως, πρέπει να εμπιστεύεσαι και το ένστικτό σου», διηγήθηκε στο κοινό.
Προχωρώντας στο κυρίως στάδιο της παραγωγής, ο Γιώργος Αυγερόπουλος υπογράμμισε τη σπουδαιότητα του να αποκτά κανείς κοντινή και άμεση πρόσβαση στο θέμα που επιθυμεί να προβάλει, τονίζοντας τη χρησιμότητα των επαφών με ανθρώπους από τον ντόπιο πληθυσμό, οι οποίοι γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις που ο σκηνοθέτης-δημοσιογράφος είναι αδύνατον να γνωρίζει. Στη συνέχεια, στάθηκε ιδιαίτερα στο κομμάτι των διαλόγων και των συνεντεύξεων. «Πρέπει να αναζητείτε εκείνες τις ατάκες που θα σας επιτρέψουν να θίξετε νέα ζητήματα και να γεφυρώσετε χάσματα στους συλλογισμούς σας. Πάνω απ’ όλα, όμως, πρέπει να κάνετε τον συνομιλητή σας να νιώσει άνετα, να ανοιχτεί σταδιακά. Επομένως, είναι μεγάλο λάθος να ξεκινήσετε με κάποια αιχμηρή ερώτηση. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να θυμάστε πως οι συνεντεύξεις του ντοκιμαντέρ είναι συζητήσεις και όχι ένα απλό διάβασμα ερωτήσεων. Σε κάθε περίπτωση, όποια απάντηση και να λάβετε, δεν πρέπει να εκδηλώσετε τη διαφωνία σας, όσο έντονη και να είναι. Είμαστε εκεί για να καταγράψουμε το εύρος των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς του ζητήματος», σχολίασε σχετικά.
Το επόμενο σκέλος του masterclass αφορούσε τα στάδια της συγγραφής του σεναρίου, του μοντάζ και του post-production, όπου ο Γιώργος Αυγερόπουλος ανέλυσε τη δική του μέθοδο εργασίας. «Η δική μου προσέγγιση είναι ότι απομαγνητοφωνώ κάθε συνέντευξη και φτιάχνω μια λίστα με τα πλάνα, όπου ενσωματώνω time codes. Με αυτόν τον τρόπο, έχω πλήρη έλεγχο στο σενάριο καθώς μπαίνω στη διαδικασία του μοντάζ. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να ορίσει κανείς την αφηγηματική του γραμμή. Από πού θα ξεκινήσει μια ταινία; Θα είναι γραμμική, θα εκκινεί in medias res; Μία ακόμη κρίσιμη απόφαση είναι αν υπάρχει αφήγηση του ίδιου του σκηνοθέτη. Το μοντάζ είναι, φυσικά, η πλέον σημαντική διαδικασία, που κρύβει μέσα της ένα ποσοστό μαγείας, περίπου σαν την ενορχήστρωση στη μουσική. Ακόμη και αν γνωρίζετε πώς να μοντάρετε, το θεωρώ απαραίτητο να συνεργάζεστε με κάποιον μοντέρ. Ο φιλμικός χρόνος που έχουμε στη διάθεσή μας είναι πολύτιμος, δεν πρέπει να διστάζουμε να κόψουμε σκηνές, ανεξάρτητα από το πόσο χρόνο και κόπο σπαταλήσαμε προκειμένου να τις γυρίσουμε. Η σημασία του ήχου είναι, εννοείται, τεράστια. Πρέπει να φανείτε επιμελείς και διεξοδικοί στο sound design, στα ηχητικά εφέ, στη μίξη του ήχου. Το χρώμα, όπως και το μοντάζ και η μουσική, επηρεάζουν το συναίσθημα του θεατή, οπότε είναι απαραίτητο να επενδύσουμε χρόνο και χρήματα στο color correction και το color grading, δύο τομείς που συνιστούν ξεχωριστή τέχνη», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Απαντώντας σε ερώτηση του κοινού για το πώς έχει εξελιχθεί στην πορεία της σκηνοθετικής του διαδρομής, ο Γιώργος Αυγερόπουλος απάντησε πως το σημείο καμπής ήρθε περίπου το 2003-2004. «Μέχρι το 2000 ήμουν αυτό που αποκαλούμε “ρεπόρτερ πρώτης γραμμής”, έχοντας εργαστεί ως ανταποκριτής σε επτά πολέμους. Χρησιμοποιούσα πολλά κλισέ, πολλές πομπώδεις εκφράσεις, γινόμουν υπερβολικά εκφραστικός στην αφήγηση, τόσο στα σχόλιά μου όσο και στην εικόνα. Χρειάστηκε να περάσουν 3-4 χρόνια για να σκοτώσω τον τηλεοπτικό δημοσιογράφο μέσα μου. Φυσικά, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το ότι δημιουργήσαμε τη δική μας εταιρεία, γεγονός που μου έδωσε τη δυνατότητα να δουλεύω ανεξάρτητα. Προσπαθώ, πάντως, να πειραματίζομαι συνεχώς, με διαφορετικά μπάτζετ και σε διαφορετικά είδη», απάντησε σχετικά.
Όσο για το αν υφίσταται διαχωρισμός ανάμεσα σε τηλεοπτικά και κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ, ο κ. Αυγερόπουλος απάντησε ανατρέχοντας σε ένα παλαιότερο περιστατικό. «Το 2005, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης φιλοξένησε ένα αφιέρωμα στις εκπομπές του Εξάντα. Ο Δημήτρης Εϊπίδης είχε δεχτεί δριμεία κριτική τότε για την επιλογή, του, είχαν υπάρξει εντονότατες αντιδράσεις από ανθρώπους που διαχώριζαν τους καλλιτέχνες από τους “τηλεοπτικούς”. Δεν σας κρύβω ότι μου είχε στοιχίσει εκείνη η οδυνηρή εμπειρία. Ο διαχωρισμός αυτός δεν υπάρχει πουθενά παρά μόνο στην Ελλάδα, αλλά και εδώ έχει ατονήσει. Θεωρώ πως μέσα από τον Εξάντα ανοίξαμε δρόμους για το δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα. Αν με ρωτάτε για τον δικό μου ορισμό της τέχνης, τέχνη είναι ό,τι έχει τη δύναμη και την ικανότητα να μου αλλάξει τη ζωή. Θα συνεχίσω, λοιπόν, να γυρίζω ντοκιμαντέρ για κάθε θέμα που με κάνει να νιώθει ότι έχω κάτι να πω. Εξυπακούεται, φυσικά, ότι είναι αδύνατον να έχεις άποψη για τα πάντα», κατέληξε σχετικά.